φαλαγγαρχία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, A corps of 4096 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.8, Arr.Tact.10.6. II contingent of 64 elephants, Ascl.Tact.9 (cf. Ael.Tact.23).
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Amt, Würde des φαλαγγάρχης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ θέσις τοῦ φαλαγγάρχου, Βυζ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φαλαγγάρχης
νεοελλ.-μσν.
η αρχή, το αξίωμα του φαλαγγάρχη
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα από 4.096 άνδρες, στρατηγία
2. ομάδα από 64 ελέφαντες.