ἀρθμός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ὁ, (ἀραρίσκω) A a bond, league, friendship, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, cf. A.Pr.193 (lyr.), Call.Fr.199.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), ὁ, Verbindung, Freundschaft, H. h. Merc. 524; Aesch. Prom. 191; ἔθεντο μετὰ σφίσιν Ap. Rh. 2, 755.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθμός: ὁ, (*ἄρω) δεσμός, σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 524, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 191, Καλλ. Ἀποσπ. 199.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jonction ; union, particul. lien d’amitié.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 lazo, ligadura πενταρράβδῳ ... ἀρθμῷ con una ligadura de cinco cuerdas Telest.4.3.
2 amistad ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα ... ἥξει A.Pr.191, ἀμφοτέροιν ἀρθμὸν καὶ φιλίην ἔταμες Call.Fr.80.19, ἀρθμὸν ἔθεντο μετὰ σφίσι A.R.2.755, τοῦτον ὁμοστόργῳ καὶ ἐγὼ προσπτύξομαι ἀρθμῷ Nonn.Par.Eu.Io.14.21, cf. Hsch.
• Etimología: De *ardhmo-, de su raíz *H2er- ‘ajustar’, c. numerosos deriv., v. ἀραρίσκω, ἄρθρον, etc.
Greek Monolingual
ἀρθμός, ο (Α) αραρίσκω
δεσμός, συμμαχία, φιλία.
Greek Monotonic
ἀρθμός: ὁ (*ἄρω), σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθμός: ὁ союз, дружба HH, Aesch.
Frisk Etymological English
See also: ἀραρίσκω
Middle Liddell
[*ἄρω]
a bond, league, friendship, Hom., Aesch.
Frisk Etymology German
ἀρθμός: {arthmós}
See also: s. ἀραρίσκω.
Page 1,138