ῥοῦς
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc. A ῥόον Hp.Mul.1.31; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen. ῥοῦ Id.Nat.Mul.32,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; but ῥοός Hp.Mul.2.181, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c. 2 its fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741; ῥ. ἐρυθρός Hp.Mul.1.31, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning, ῥ. βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78; σκυτοδεψικός Ruf. ap. Orib.8.24.3. II red ray, Lolium perenne, Dsc.4.43.B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for ῥόος (stream, flow of water, current). II v. ῥόον.
German (Pape)
[Seite 849] ὁ u. ἡ, gen. ῥοῦ u. ῥοός, s. Lob. Phryn. 87, ein kleiner Baum, dessen Rinde und Frucht zum Gerben des Leders gebraucht ward, wahrscheinlich der Sumach, Essigbaum oder Hirschkolbenbaum, rhus cotinus Linn., Theophr. u. A. – Von einer Art wurde die Frucht als Gewürz gebraucht, Ath. II, 68 u. öfter. ὁ, att. zsgzgn statt ῥόος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοῦς: ὁ, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ ῥόος.
French (Bailly abrégé)
1ῥοῦ (ὁ) :
att. c. ῥόος.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῡν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῡν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμα («εἰκῇ κατὰ ῥοῡν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῡν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῡ καὶ τοῦ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ αἷμα καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].
(II)
ο / ῥοῡς, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος Rhus cotinus και το είδος Rhus coriaria, γνωστά σήμερα με τις κοινές ονομασίες κότινος ή σουμάκια, καθώς και ως χρυσόξυλο ή μπογιά το πρώτο και ρούδι το δεύτερο
αρχ.
1. ο καρπός του φυτού αυτού
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία αἶρα πολυετές φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα του φυτού έχει συνδεθεί με το ρ. ῥέω (πρβλ. ρους [Ι]), πιθ. λόγω του πλούσιου χυμού του].
Greek Monotonic
ῥοῦς: ὁ, Αττ. συνηρ. αντί ῥόος.
Russian (Dvoretsky)
ῥοῦς: gen. ῥοῦ ὁ стяж. = ῥόος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: sumach, Rhus coriatia (Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The etymology from ῥέω is incorrect; s. André Laromus 15(1956)304ff.