μύχιος

From LSJ
Revision as of 17:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύχιος Medium diacritics: μύχιος Low diacritics: μύχιος Capitals: ΜΥΧΙΟΣ
Transliteration A: mýchios Transliteration B: mychios Transliteration C: mychios Beta Code: mu/xios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον (also μύχιος, ον Arist.Mu.395b31), (μυχός) A inward, inmost, Hes.Op.523, v.l. in Th.991; μυχία Προποντίς embayed, A.Pers. 876 (lyr.); πνοιαί A.R.2.742; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc.DMort.6.4. II οἱ μ. θεοί, = Lat. Penates, D.H.1.67; also θεοὶ μ. coupled with Aphrodite μυχία, Ael.NA10.34; Μύχιος and Μυχία divinities at Hiera, IG12(2).484.13.—To this Adj. belong various irreg. Sups. (formed from the Subst. μυχός) , μυχοίτατος, -αίτατος, -έστατος, -ώτατος, and μύχατος (qq. v.).

German (Pape)

[Seite 224] innerlich, im Innersten gelegen; als v. l. bei Hes. O. 521 Th. 991; μυχία τε Προποντίς, die eine Bucht bildet, Aesch. Pers. 854; sp. D., πνοιῇσι μυχίῃσι Ap. Rh. 2, 742, u. Anth. Auch Luc., ἐχρέμπτετο μύχιόν τι Gall. 10, μύχιόν τι ὑποκρώζειν, tief herauf, d. mort. 6, 4. – Als unregelmäßige superl. gehören dazu μύχατος, μυχαίτατος, μυχέστατος, μυχοίτατος u. μυχώτατος, die einzeln aufgeführt u. alle auf μυχός zurückzuführen sind.

Greek (Liddell-Scott)

μύχιος: -α, -ον, (μῠχός), ἐσωτερικός, ἐσώτατος, Λατ. intimus, διάφ. γραφ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 521, Θ. 991· μυχία Προποντίς, ἡ σχηματίζουσα βαθὺν κόλπον, (μυχὸς 3), Αἰσχύλ. Πέρσ. 876· πνοιαὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 742· Ἀΐδης Ἀνθ. Π. παράρτ. 355· μύχιόν τι ὑποκρώζειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6.4. ΙΙ. οἱ μ. θεοὶ = τῷ Ρωμ. Penates, ἕρκιοι, πατρῷοι, κτλ., Διον. Ἁλ. 1. 67. ― Εἰς τὸ ἐπίθ. τοῦτο ἀνήκουσι πολλὰ ἀνώμαλα ὑπερθετ. (ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. μυχός), μῠχοίτατος, -αίτατος,-έστατος,-ώτατος, καὶ μύχατος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est au fond, profond, intérieur.
Étymologie: μυχός.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μύχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος) μυχός
αυτός που βρίσκεται στο βάθος, εσωτερικός, εσώτατος, βαθύς, κρυφός, απόκρυφος (α. μύχια σκέψη» β. «μυχίη καταλέξεται ἔνδοθεν οἴκου», Ησίοδ.)
αρχ.
1. αυτός που σχηματίζει βαθύ κόλπο, μυχό, βαθύκολπος («μυχία, Προποντίς», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «οἱ μύχιοι θεοί» — οι έρκιοι, οι πατρώοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «θεοί μύχιοι» — θεοί που συνευρίσκονται ερωτικά με την θεά Αφροδίτη
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ονόμ.) Μύχιος και Μυχία
θεότητες στην Ιέρα.
επίρρ...
μυχίως (Α μυχίως)
ενδόμυχα.

Greek Monotonic

μύχιος: -α, -ον (μῠχός), εσωτερικός, εσώτατος, αποσυρμένος, αποκλεισμένος, σε Αισχύλ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μύχιος: (ῠ) глубокий, внутренний: μυχία Προποντίς Aesch. образующая глубокую бухту Пропонтида; μ. Ἀΐδης Anth. глубоко (под землей) находящийся Аид; μύχιόν τι ὑποκρώζειν Luc. издавать гортанный звук (о птице).

Middle Liddell

μύχιος, η, ον [μῠχός]
inward, inmost, retired, embayed, Aesch., Luc.