φορτώνω

From LSJ
Revision as of 17:25, 4 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

φορτῶ, -όω, ΝΜΑ φόρτος
τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ.
γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῖον φορτοῦσθαι ἕως ἡμερων δεκαπέντε», Επιφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιβαρύνω κάποιον, του επιβάλλω να κάνει κάτι ενοχλητικό ή κουραστικό («μέ φόρτωσε με περισσότερη δουλειά»)
β) γεμίζω κάποιον ή κάτι (α. «μάς φόρτωσε ψείρες» β. «φόρτωσε το ψυγείο με τρόφιμα»)
2. (σχετικά με ηλεκτρον. υπολογιστή) μεταφέρω πληροφορίες και προγράμματα από δισκέτα στη μνήμη
3. (αμτβ.) δέχομαι φορτίο, παίρνω φορτίο, φορτώνομαι («το καράβι φορτώνει και αύριο φεύγει για την Κρήτη»)
4. μέσ. φορτώνομαι
μτφ. γίνομαι βάρος σε κάποιον, γίνομαι ενοχλητικός («μού φορτώθηκε στα καλά καθούμενα»)
5. φρ. «τά φόρτωσε στον κόκορα» — δεν ενδιαφέρεται καθόλου, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του
μσν.
1. καταπιέζω, ενοχλώοὔτε κρύος αὐτοὺς ἐφόρτου», Επιφ.)
2. σηκώνω βάρος
3. παθ. φορτοῦμαι, -όομαι
είμαι έγκυος
μσν.-αρχ.
μτφ. γεμίζω, πλημμυρίζω («ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις», Ιωάνν. Χρυσ.).