παρακρατώ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
παρακρατῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. αποθηκεύω μέρος του προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να το χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης
2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η απεργία παρακράτησε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) υποστηρίζω, βοηθώ κάποιον συνοδεύοντας τον («παρακρατεί τ' η Νένα της, στολίζεται κι εκείνη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. κρατώ πίσω κρατώ σε εφεδρεία («αἰδούμενος ἔτι νοσοῦντα τὸν στρατηγὸν σφῶν παρακρατεῖν», Αππ.)
2. εμποδίζω, κωλύω
3. συγκρατώ
4. πιέζω, συνθλίβω
5. κρατώ κοντά ή εμπρός.