θεατρώνης

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεατρώνης Medium diacritics: θεατρώνης Low diacritics: θεατρώνης Capitals: ΘΕΑΤΡΩΝΗΣ
Transliteration A: theatrṓnēs Transliteration B: theatrōnēs Transliteration C: theatronis Beta Code: qeatrw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A lessee of a theatre, Thphr.Char.30.6.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, = θεατροπώλης; in Athen bekam er das Eintrittsgeld, θεωρικόν, u. mußte dafür das Theater im baulichen Zustande erhalten, auch eine Pacht an den Staat zahlen, Theophr. Char. 11.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς θεάτρου καὶ ἐπιμελητὴς αὐτοῦ ἐν Ἀθήναις, ὅστις ἐλάμβανεν ὡς δικαίωμα εἰσόδου τὸ θεωρικόν, ἀνθ’ οὗ ἐπλήρωνεν ἐνοίκιον εἰς τὴν πολιτείαν καὶ διετήρει τὸ θέατρον ἐν καλῇ καταστάσει, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 11. 3, Böckh P. E. 1. 294· πρβλ. ἀρχιτέκτων ΙΙ.

Greek Monolingual

ο (Α θεατρώνης)
νεοελλ.
θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου
αρχ.
(στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν» και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο στην πολιτεία και διατηρούσε το θέατρο σε καλή κατάσταση, ο ενοικιαστής και υπεύθυνος επιμελητής του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. βοώνης, τελώνης, χρυσώνης)].