κροιός
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
English (LSJ)
νοσώδης, ἀσθενής, Hsch.; A = κολοβός, Theognost.Can.21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν IG22.244.63 (iv B. C.); ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ. 1923.39. (Cf. Lith. kreĩvas 'crooked'.)
Greek Monolingual
κροιός (AM)
μσν.
κολοβός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ' άλλους, με τη λ. κρούω, οπότε θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: acc. to H. = νοσώδης, ἀσθενής; after Theognost. Can. 21 = κολοβός; also Att. inscr. (IG 22, 244, 63 [IVa], Ἀρχ. Ἐφ. 1923,39), of building stones (λίθοι).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Several hypotheses: to Lith. kraĩvas oblique, curbed etc. (Solmsen IF 31,466f.; cf. on κριός); to κεραΐζω, Persson IF 35, 200f., certainly wrong; prob. best as cut off, broken off to κρούω (WP. 1,411 a. 481)?
Frisk Etymology German
κροιός: {kroiós}
Meaning: nach H. = νοσώδης, ἀσθενής; nach Theognost. Kan. 21 = κολοβός; auch att. Inschr. (IG 22, 244, 63 [IVa], Ἀρχ. Ἐφ. 1923,39), von Bausteinen (λίθοι).
Etymology: Mehrere Hypothesen: zu lit. kraĩvas schief, krumm usw. (Solmsen IF 31,466f.; vgl. zu κριός); zu κεραΐζω (Persson IF 35, 200f.); wohl am ehesten als abgeschlagen, abgebrochen zu κρούω (WP. 1,411 u. 481).
Page 2,22