εἰσαγγέλλω
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
A go in and announce a person, Hdt. 3.118, Lys.1.20, etc.; πρός τινα X.Cyr.8.3.20. b submit a person's name, PCair.Preis.18.7 (iv A.D.), etc. 2 take a messagein, E.Ba.173 : generally, announce, report a thing, τὰ ἐσαγγελλόμενα Th.6.41; of the senses, εἰ. πολλὰς διαφοράς Arist.Sens.437a2, cf. Insomn.461b3:—Pass., ἐσαγγελθέντων ὅτι.. information having been given that..., Th.1.116, cf.3.3,6.52. 3 lay information, = μηνύω, X.HG3.3.5, OGI669.39(Egypt, i A.D.). II in the technical sense of εἰσαγγελία, lay an impeachment, περί τινος εἰς τὴν βουλήν Antipho 6.35, cf. And.1.37: abs., D.18.13; τινὰ περί τινος Id.20.79; τινὰ τῇ βουλῇ And.2.21; ἐν τῷ δήμῳ περί τινος Delat. ap. eund.1.14; τινὰ πρὸς τοὺς ἄρχοντας Pl.Lg.763e; τοῖς νομοφύλαξιν ib.910c; τινὰ εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ D.H.8.77: c.inf., εἰ. τινὰ δημηγορεῖν Lys. 10.1:—Med., εἰσαγγειλαμένων τῶν στρατηγῶν SIG742.21 (Ephesus, i B.C.):—Pass., to be impeached, D.18.250, Hyp.Eux.3.
German (Pape)
[Seite 739] 1) ankündigen, anmelden; bei Hofe, Her. 3, 118; vom Thürsteher, Plat. Prot. 314 e; Xen. Symp. 1, 11; vgl. Cyr. 8, 3, 20; Eur. Bacch. 173; übh. melden, berichten, Thuc. 1, 117, oft. – 2) in Athen, wegen eines Staatsverbrechens anklagen, eine εἰσαγγελία (w. m. s.) einbringen; absolut, Antiph. 6, 12; pass., Thuc. 1, 131; ἐν τῷ δἠμῳ περί τινος, Andoc. 1, 14; τῇ βουλῇ, 2, 21; τοῖς νομοφύλαξιν, Plat. Legg. X, 910 b; πρὸς τοὺς ἄρχοντας, VI, 763 e, wie Is. 3, 46; εἰς τὴν βουλὴν περί τινος, Antiph. 6, 35; τινὰ περὶ προδοσίας, Dem. 20, 79; τινὰ ἀποβεβληκότα τὰ ὅπλα, daß er die Waffen weggeworfen, Lys. 10, 1; τινὰ εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ, Dion. Hal. 8, 11; mit folgdm inf., 7, 61.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, εἰσέρχομαι καὶ ἀναγγέλλω τινά τινι (πρβλ. εἰσαγγελεύς), τοῦτο ἦτο ἔργον τοῦ πυλωροῦ ἢ θυρωροῦ, Ἡρόδ. 3. 118, Εὐρ. Βάκχ. 173, Λυσ. 93. 32, κτλ.· πρός τινα Ξεν. Κύρ. 8. 3, 20· εἰσαγγελθεὶς εἰς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖος 44. 16· ὁ εἰσαγγείλας Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 5. 2) ἀναγγέλλω, γνωστοποιῶ τι, τὰ ἐσαγγελλόμενα Θουκ. 6. 41· ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, εἰσ. πολλὰς διαφορὰς Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 8, πρβλ. π. Ἐνυπν. 3. 7: - Παθ., ἐσαγγελθέντων ὅτι..., Θουκ. 1. 116, πρβλ. 3. 3., 6. 52. ΙΙ. ἐν τῇ τεχνικῇ σημασίᾳ τῆς λέξ. εἰσαγγελία, καταγγέλλω τινὰ περί τινος, κατηγορήσειν ἔμελλον Ἀριστίωνος περὶ ὧν εἰσήγγειλα εἰς τὴν βουλὴν Ἀντιφῶν 14. 5. 27, πρβλ. Ἀνδοκ. 6. 6, Δημ. 229. 21., 481. 4· τινὰ τῇ βουλῇ Ἀνδοκ. 22. 25· τινὰ ἐν τῷ δήμῳ περί τινος παρὰ τῷ αὐτῷ 3. 7· τινὰ πρὸς τοὺς ἄρχοντας Πλάτ. Νόμ. 763E· τινὰ εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ Διον. Ἁλ. 8. 77· μετ’ ἀπαρ., εἰσ. τινὰ δημηγορεῖν Λυσ. 116. 17: - Παθ., καταγγέλλομαι, ἐνάγομαι, Δημ. 310. 17, Ὑπερείδ. ὑπὲρ. Εὐξεν. 18.
French (Bailly abrégé)
1 entrer en annonçant (qqn) ou introduire (qqn) en l’annonçant;
2 venir annoncer (qch) : τὰ ἐσαγγελλόμενα THC les nouvelles apportées ; Pass. ἐσαγγελθέντων THC (ceux-ci) ayant reçu l’avis que;
3 t. de droit à Athènes dénoncer par une εἰσαγγελία, introduire une εἰσαγγελία.
Étymologie: εἰς, ἀγγέλλω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.3.118, Th.1.116, 3.3
I 1anunciar la presencia de, introducir c. dat. de la pers. introducida οὐκ ... ὁ Ἰνταφρένης ἐδικαίου οὐδένα οἱ ἐσαγγεῖλαι Intafrenes no consideraba necesario que nadie le anunciara Hdt.l.c., frec. c. la pers. implíc. εἰσάγγειλον οὖν anuncia pues nuestra llegada dirigiéndose a un portero, Pl.Prt.314e, παῖδες, τοῖς ἔνδον <εἰσ>αγγείλατε· σπεύδω γάρ esclavos, anunciadme a los de dentro, porque tengo prisa Men.Dysc.917, τοῦ παιδὸς εἰσαγγείλαντος ἐκλήθην Luc.Nigr.2
•simpl. anunciar c. complet. εἰσάγγελλε ... ὅτι E.Ba.173, en v. pas. ἐσηγγέλθη γὰρ αὐτοῖς ὡς εἴη Ἀπόλλωνος ... ἔξω τῆς πόλεως ἑορτή Th.3.3, cf. 6.52, ἐσαγγελθέντων ὅτι Th.1.116, c. pred. τὸ πρᾶγμα τουτὶ δεινὸν εἰσαγγέλλεται terrible este asunto que se nos anuncia habla el corifeo, Ar.Th.597
•part. subst. pas. τὰ ἐσαγγελλόμενα las noticias que llegan Th.6.41.
2 c. ac. abstr. y dat. de pers. o prep. y ac. comunicar, contar ἃ καὶ τῇ βουλῇ ἐν ἀπορρήτῳ εἰσήγγειλα lo que también comuniqué en secreto al Consejo And.2.21, c. ac. impl. ἤν τις ὑμᾶς διδάσκῃ τι ... εἰσαγγέλλετε πρὸς ἐμέ X.Cyr.8.3.20, ὥστε πολλὰ συνορῶντα καὶ κατακούοντα τῶν ἐκτὸς εἰσαγγέλλειν de manera que habiendo visto y oído muchas cosas fuera, (las) contaba Plu.2.592d
•fig., c. suj. no de pers. trasmitir, comunicar (αἱ αἰσθήσεις) ... πολλὰς ... εἰσαγγέλλουσι διαφοράς (los sentidos) informan de múltiples diferencias Arist.Sens.437a2, cf. Insomn.461b3, ὁ ἀὴρ καὶ τὸ ὕδωρ, οἷς κέχρηνται αἱ λοιπαὶ (αἰσθήσεις) πρὸς τὸ εἰσαγγέλλειν τὰ αἰσθητά Them.in de An.80.34, cf. 86.30
•abs. llevar recados ὡς αὐτὴ τελευτῶσα εἰσαγγείλειε cómo ella había acabado por llevar recados Lys.1.20.
3 proponer oficialmente, hacer una propuesta ante la asamblea o el Consejo ἡ ἱερέα τῆς Δήμητρος ... εἰσαγγέλλει πρὸς τοὺς πρυτάνεις ... ὅτι IG 12(7).4.5 (Amorgos IV/III a.C.), τῶν ἀρχόντων εἰσαγγειλάντων τῆ βουλῆ· ἐπειδή ... IMylasa 126.2 (III/II a.C.), cf. FAmyzon 35.3 (heleníst.), ὅπως δὲ καὶ πρόξενος γένηται, τοὺς στραταγοὺς ... εἰσαγγεῖλαι εἰς τὰ[ν] βουλὰν SIG 645.75 (Cilicia II a.C.), ἔδοξεν τῇ βουλῇ περὶ ὧν εἰσήν<γ>ειλαν οἱ στρατηγοί Sardis 8.120 (I a.C.)
•abs. εἰσανγείλαντος Ποπλίου Κλ. Διονυσίου a propuesta de Publio Claudio Dionisio, IGR 4.562 (Ezanos II d.C.), distinct de γνώμη: εἰσανγειλάντων τῶν στρατηγῶν ... γνώμη γραμματέως τοῦ δήμου· ἐπεὶ ... TAM 5.688.1 (Julia Gordos I d.C.), en v. med. mismo sent., γνώμη προέδρων καὶ τοῦ γραμματέως τῆς βουλῆς ..., εἰσα[γ] γειλαμένων τῶν στρατηγῶν IEphesos 8.21 (I a.C.)
•c. ac. de pers., en Egipto proponer, presentar a alguien para un cargo litúrgico ἀναδίδομεν καὶ εἰσαγγέλλομεν τοὺς ἑξῆς ἐγγεγραμμένους σιτολόγους τῆς ἡμετέρας κώμης PCair.Preis.18.7 (IV d.C.), δίδομεν καὶ εἰσαγγέλλομεν ... εἰς ἀπαίτησιν σίτου ... τοὺς ἑξῆς ἐνγε[γ] ραμμένους POxy.2124.7 (IV d.C.), cf. PAmh.139.3 (IV d.C.), POxy.2715.7 (IV d.C.)
•gener. proponer, aconsejar c. ac. abstr. y κατά c. ac.: οἵτινες <ἂν> ... τι τῶν ἀπεχθεστάτων ... εἰσαγγέλλωσι κατὰ Καρχηδονίων los que propusieran ... las medidas más duras ... contra los cartagineses Plb.1.80.3.
II jur. rel. c. εἰσαγγελία acusar, denunciar c. ac. int. τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα εἰσαγγέλλουσι Lys.12.48, (οἱ δὲ θεσμοθέται) τὰς εἰσαγγελίας εἰσαγγέλλουσιν Arist.Ath.59.2
•c. ac. de pers. y otros compl. περὶ προδοσίας ... αὐτόν D.20.79, Σπόριον ... εἰσήγγειλαν εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ D.H.8.77
•c. ac. e inf. Θεόμνηστον εἰσήγγελλε ... δημηγορεῖν Lys.10.1, εἰσήγγελκε ... αὐτὸν Πολύευκτος λέγειν μὴ ... Polieucto denunció a éste por decir que no ... Hyp.Eux.39, Θεσσαλοῦ ... εἰσαγγείλαντος Ἀλκιβιάδην ἀσεβεῖν περὶ τὼ θεώ Plu.Alc.19, en v. pas. ἐὰν εἰσαγγελθῇ πρὸς τοὺς ἄρχοντας Pl.Lg.764a, Διογνίδης καὶ Ἀντίδωρος ... εἰσαγγέλλονται ὡς ... Hyp.Eux.3, ἐν μὲν οἷς εἰσηγγελλόμην cuando yo era acusado D.18.250, εἰσαγγελθεὶς σὺν Ἀρχεπτολέμῳ Plu.2.833a, cf. 834c, Per.32
•abs. presentar una denuncia εἰς τὴν βουλήν And.Myst.37, εἰσαγγέλλοντα καὶ ... εἰς κρίσιν καθιστάντα παρ' ὑμῖν D.18.13, μηκέτι ἐξεῖναι τούτῳ εἰσαγγέλλειν κατηγόρῳ μηδὲ εἰς κρίσιν ἄγεσθαι ITemple of Hibis 4.39 (I d.C.), c. dat. εἰσαγγελλέτω τοῖς νομοφύλαξιν Pl.Lg.910c, frec. en aor. ὁ εἰσαγγείλας el denunciante X.HG 3.3.5, Thphr.Fr.101, ID 509.22 (III a.C.), en v. pas. ἀλλὰ ... αὐτὴ παρὰ τοὺς νόμους ἐστὶν εἰσηγγελμένη sino que incluso esta (denuncia) ha sido presentada en contra de las leyes Hyp.Eux.38.
Greek Monolingual
εἰσαγγέλλω (Α)
1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον
2. ψιθυρίζω το όνομα κάποιου
3. αναφέρω, αναγγέλλω
4. καταγγέλλω, μηνύω
5. (αττ. δίκ.) καταγγέλλω κάποιον για δημόσιο αδίκημα
6. (για αισθήσεις) είμαι εισαγγελέας.
Greek Monotonic
εἰσαγγέλλω: μέλ. -ελῶ,·
I. 1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον (πρβλ. εἰσαγγελεύς), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. αναγγέλλω, αναφέρω, γνωστοποιώ κάτι, σε Θουκ. — Παθ., ἐσαγγελθέντων ὅτι..., δόθηκε η πληροφορία ότι..., στον ίδ.
II. καταγγέλλω, σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσαγγελία.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαγγέλλω: ион. и староатт. ἐσαγγέλλω
1) возвещать, докладывать о (чьем-л.) приходе Her., Eur.;
2) докладывать, уведомлять, извещать (τι Arst.; πρός τινα Xen.): τὰ ἐσαγγελλόμενα Thuc. сообщения, вести; ἐσαγγελθέντων ὅτι νῆες ἐπ᾽ αὐτοὺς πλέουσιν Thuc. получив донесение, что флот идет против них;
3) в порядке исангелии (см. εἰσαγγελία 2) возбуждать судебное дело, привлекать к ответственности (πρὸς τοὺς ἄρχοντας Plat., Isae.; τινὰ περὶ προδοσίας Dem., Plut.; εἰσαγγελίαν εἰ. Arst., Dem.).
Middle Liddell
fut. ελῶ
I. to go in and announce a person (cf. εἰσαγγελεύσ), Hdt., Eur., etc.
2. to announce, report a thing, Thuc.:—Pass., ἐσαγγελθέντων ὅτι… information having been given that…, Thuc.
II. to impeach, Dem., etc.; cf. εἰσαγγελία.