ἔκπληξις

From LSJ
Revision as of 08:13, 7 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπληξις Medium diacritics: ἔκπληξις Low diacritics: έκπληξις Capitals: ΕΚΠΛΗΞΙΣ
Transliteration A: ékplēxis Transliteration B: ekplēxis Transliteration C: ekpliksis Beta Code: e)/kplhcis

English (LSJ)

εως, ἡ, A consternation, ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.Aër.16, cf.Pl.Phlb.47a, etc.; ἔκπληξις κακῶν terror caused by misfortunes, A.Pers.606; ἔκπληξιν παρέχειν Antipho5.6, Th.4.55; ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι, ἐς ἔκπληξιν ἀγαγεῖν, Id.6.36, Philostr.Jun.Im.4; ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Th.4.34. II mental disturbance, passion, Plb.3.81.6.

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, Betäubung, z. B. durch einen heftigen Schlag, Hippocr.; heftiger Schreck, Bestürzung, ἔκπλ. ἐκφοβεῖ φρένας Aesch. Pers. 598; καὶ ἀφασία Eur. Hel. 549; Plat. Phil. 47 a; εἰς ἔκπληξιν ἰδεῖν Critia. 115 d; ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Thuc. 4, 54; ἔκπληξιν παρέχειν, εἰς ἔκπληξιν καθιστάναι, betäuben, 4, 55. 6, 36; Antiph. 5, 6, wie Sp.; – ἐν ἀφροδισίοις, heftiger Trieb, Brunst, Pol. 3, 81, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπληξις: -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), τὸ ἐκπλήττεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Πλάτ., κτλ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος προερχόμενος ἐκ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 606 (ἴδε ἐν λέξει ἀφασία)· ἔκπλ. παρέχειν, εἰς ἔκπλ. καθιστάναι Ἀντιφῶν 130. 5, Θουκ. 4. 55., 6. 36· ἔκπλ. ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. πᾶν ἰσχυρὸν πάθος, ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
épouvante, frayeur : ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.
Étymologie: ἐκπλήσσω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. ἐκπλήξιες Hp.Aër.16]
1 aturdimiento, confusión, conmoción, αἰτία γὰρ ἀνεπίδεικτος ἔκπληξιν ἐμφανῆ ἐμποιεῖ, διὰ δὲ τὴν ἔκπληξιν ἀπορεῖν ἀνάγκη τῷ λόγῳ una acusación infundada provoca un aturdimiento evidente y necesariamente a causa del aturdimiento nos encontramos sin razones Gorg.B 11a.4, cf. Antipho 5.6, Th.4.55, ὁ φόβος ... εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων ἄγει E.Fr.88a.3, τὴν πόλιν ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι Th.6.36, Plb.3.81.6, c. gen. subjet. οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.l.c.
2 asombro, admiración, pasmo εἰς ἔκπληξιν ... τὴν οἴκησιν ἀπηργάσαντο Pl.Criti.115d, cf. IMEG 150.2 (IV d.C.), τῆς ἐκπλήξεως γιγνομένης δι' εἰκότων Arist.Po.1455a17, cf. Alcid.1.28, Longin.15.2, Plot.1.6.4, IMylasa 531.12 (imper.), τὴν ἔκπληξιν ὑπερβολὴν θαυμασιότητος Arist.Top.126b14, cf. 17, «ἆ, ἆ»· ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως Sch.Ar.Pl.1052, cf. Gr.Nyss.V.Macr.413.1, c. gen. obj. ὑπὸ τῆς ἐκπλήξεως τοῦ ἐμοῦ κάλλους Nil.in Cant.6.5
perplejidad, extrañeza δέμας δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης E.Hel.549, cf. IA 604, ἱκανὸν εἰς ἔκπληξιν ἀγαγεῖν de un grupo escultórico, Philostr.Iun.Im.4.1, cf. Aristid.Quint.87.7, Gr.Nyss.Virg.289.13, entre los gnósticos, como agente creador del elemento «tierra», Iren.Lugd.Haer.1.5.4.
3 pavor, terror, pánico ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις el pánico se apoderó de los hombres Th.4.34, cf. A.Thom.A 14, c. gen. obj. τοία κακῶν ἔ. ἐκφοβεῖ φρένας tal pavor a las desgracias aterroriza mi alma A.Pers.606, τῶν νόμων PMasp.4.7 (VI d.C.), c. gen. subjet. ἔ. τῶν ὑπεναντίων Plb.11.9.1, εἰς ἔκπληξιν τῶν μελλόντων αὐτῆς τὰ ἴσα διαπράξασθαι PMasp.97ue.D.85 (VI d.C.).
4 sobreexcitación, exaltación (ἡ ἡδονή) ἐνίοτε πηδᾶν ποιεῖ, καὶ ... πᾶσαν ἔκπληξιν ... ἐνεργάζεται Pl.Phlb.47a.

Greek Monotonic

ἔκπληξις: -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), κατάπληξη, ξάφνιασμα, σε Θουκ. κ.λπ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος, φρίκη που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπληξις: εως ἡ
1) потрясение, ошеломленность, смятение (ἔκπληξίν τινι ἐμποιεῖν Thuc. или παρέχειν Plut.);
2) изумление Arst.: εἰς ἔκπληξιν ὑπερφυής Plut. поразительно одаренный;
3) сильная страсть (αἱ τῶν ἀφροδισίων ὁρμαὶ καὶ ἔ. Polyb.).

Middle Liddell

ἔκπληξις, εως ἐκπλήσσω
consternation, Thuc., etc.; ἔκπλ. κακῶν terror caused by misfortunes, Aesch.

English (Woodhouse)

agitation, alarm, astonishment, confusion, dismay, distress, fear, panic, shock, wonder, disturbance of the mind, mental agitation, shock the feelings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)