ἀναρπαστός
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
όν, also ή, όν E.Hec.207 †lyr. †:—A snatched up, carried off, ἀ. γίγνεσθαι to be carried off, l. c., Pl.Phdr.229c. 2 carried up the country, i. e. into Central Asia, ἀ. γίγνεσθαι πρὸς βασιλέα v.l. in X.Mem.4.2.33. II of things, ἀ. ποιεῖν τὸν βίον to give up his substance as plunder, Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν E.Hec.207]
1 raptado, arrebatado ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.Phdr.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos, POxy.1106.8 (VI d.C.).
2 entregado al pillaje ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 205] (das fem. ἀναρπαστή Eur. Hec. 206 rechtfertigt das oxytonon), weggerissen, weggeschleppt, bes, in Vbdg mit γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 229 c; ἀν. γίγν. πρὸς βασιλέα, gefangen nach Persien als Sklaven fortgeführt werden, Xen. Mem. 4, 2, 33; Pol. 9, 26; ὑπὸ θανάτου, vom Tode hinweggerafft Luc. Contempl. 17; übh. gewaltsam behandelt, geplündert.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀνάρπαστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.
Greek Monotonic
ἀναρπαστός: -όν και -ή, -όν,
1. αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.
2. αυτός που έχει αρπαχθεί στην ενδοχώρα, δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρπαστός: или ἀνάρπαστος 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.
Middle Liddell
[from ἀναρπάζω
1. snatched up, carried off, Eur., Plat.
2. carried up the country, i. e. into Central Asia, Xen.