Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύς

From LSJ
Revision as of 15:06, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

-εία, -ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, -εῖα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα)
1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῖπνον», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ. και για κάθε ευχάριστη κατάσταση) απολαυστικόςἡδύς ὕπνος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ἡδύ ἐστι» ή «είναι ηδύ» — είναι ευχάριστο
αρχ.
1. (μετά τον Όμ.) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος, εύθυμος («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, ἡδύς», Σοφ.)
2. αφελής, απλοϊκός, ανόητος («ὡς ἡδύς εἶ», Πλάτ.)
3. γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύ
η γλυκύτητα, η ομορφιά
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδέα
οι ηδονές, οι απολαύσεις
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡδύ
α) γλυκά
β) ηδονικά, ευχάριστα
7. (το υπερθ. ως προσφών.) ὦ ἥδιστε
γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε.
επίρρ...
ηδέως (AM ἡδέως)
με ευχαρίστηση, με προθυμία, ευχαρίστως
αρχ.
φρ. α. «ἡδέως ἔχω» — είμαι ευχάριστος
β. «ἡδέως ἔχω τι» — αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος
γ. «ἡδέως ἔχω πρός τινα» ή «ἡδέως ἔχω τινί» — είμαι καλός, έχω καλές διαθέσεις προς κάποιον
δ. «ἡδέως μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηδύς < Fᾱδύς ταυτίζεται με αρχ. ινδ. svādu-, γαλατ. suadu-rīx και ανάγεται σε IE suādu-s με την ίδια σημ. Συνδέεται επίσης με λατ. suāvis, αρχ. άνω γερμ. suozi, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. ηδύς στον Όμηρο απαντά με σημ. «εύγευστος», ενώ αργότερα κυρίως με σημ. «γλυκός» και «ευχάριστος». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «γλυκός» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις παρά με τη γεύση (πρβλ. αγγλ. sweet smell «γλυκιά μυρωδιά», sweet voice «γλυκιά φωνή»), έτσι ώστε συχνά επικράτησε η γενικότερη έννοια «ευχάριστος» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη γεύση. Τέλος, η λ. ηδύς απαντά ως α' συνθετικό 40 περίπου λέξεων της Ελληνικής με τη μορφή ηδυ-].