προσαναστέλλω

From LSJ
Revision as of 11:49, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναστέλλω Medium diacritics: προσαναστέλλω Low diacritics: προσαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanastéllō Transliteration B: prosanastellō Transliteration C: prosanastello Beta Code: prosanaste/llw

English (LSJ)

A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.

French (Bailly abrégé)

ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen.

Russian (Dvoretsky)

προσαναστέλλω: попридерживать, сдерживать (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Middle Liddell


to hold back besides, τὸν ἵππον Plut.