χρονικός
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ή, όν, A of time or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χρονικὴ ποίησις = creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. χρονικῶς ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404. II chronological, κανόνες Plu.Sol.27: τὰ χρονικὰ (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8; χ. σύνταξις D.S.13.103. III Gramm., χρονικὰ ἐπιρρήματα = adverbs of time, A.D.Pron.15.24, cf. Sch.Il.Oxy.221i5; temporal, i.e. quantitative, παράγγελμα A.D.Pron.58.22; of the temporal augment, χ. αὐξήσεις Eust.72.45. Adv. χρονικῶς = in respect of time, διαφέρειν A.D. Synt.209.23.
German (Pape)
[Seite 1377] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, κανόνες Πλουτ. Σόλ. 27· - τὰ χρονικὰ (ἐξυπακ. βιβλία), ὡς καὶ νῦν, χρονικὰ ἢ (μᾶλλον) χρονολογία, ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 27· οὕτως, αἱ χρονικαὶ (ἐξυπακ. γραφαὶ) Διονύσ. Ἀλ. 1. 8. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἐπὶ χρονικῆς αὐξήσεως, Εὐστ. 72. 48. - Ἐπιρρ. -κῶς, Α. Β, 1016.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le temps ou une période de temps ; τὰ χρονικά (βίβλια) PLUT, αἱ χρονικαί (γραφαί) LUC les chroniques, les annales.
Étymologie: χρόνος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῖς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.)
2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί»
δ) «χρονικὴν αὔξησιν», Ευστ.
ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χρονικό
αρχ.
(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρονικά και αἱ χρονικαί
(ενν. γραφαί) τα ιστορικά βιβλία.
επίρρ...
χρονικώς / χρονικῶς, ΝΜΑ, και χρονικά Ν
σε σχέση με τον χρόνο, από χρονική άποψη.
Greek Monotonic
χρονικός: -ή, -όν (χρόνος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, κανόνες, σε Πλούτ.· τὰ χρονικά (ενν. βιβλία), χρονολογία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χρονικός:
1) касающийся летосчисления, хронологический (κανόνες Plut.);
2) грам. временной.
Middle Liddell
χρονικός, ή, όν χρόνος
of or concerning time, κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλίἀ chronology, Plut.