ψῆγμα

From LSJ
Revision as of 13:27, 5 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆγμα Medium diacritics: ψῆγμα Low diacritics: ψήγμα Capitals: ΨΗΓΜΑ
Transliteration A: psē̂gma Transliteration B: psēgma Transliteration C: psigma Beta Code: yh=gma

English (LSJ)

ατος, τό, (ψήχω) that which is rubbed or that which is scraped off, shavings, scrapings, chips, ψῆγμα χρυσοῦ gold-dust, Hdt.4.195; so without χρυσοῦ, Id.1.93, 3.94 sq.; ψῆγμα χρυσότευκτον Eub.20; ψήγματα ἀργυρᾶ Inscr.Délos 442B89 (ii B.C.); πυρωθὲν ψῆγμα, of dust and ashes, A.Ag.442 (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψήγματα Philostr.Im.1.11; ἥλων ψῆγμα = χαλκοῦ ἄνθος, Dsc.5.77; μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος (of gum) Id.3.22; of motes in a sunbeam, Arist.Cael.313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. τίλα II.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; ψῆγμα ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).

Greek (Liddell-Scott)

ψῆγμα: (ψήχω) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, ἀπόξεσμα, μικρὸν τεμάχιον, μόριον, ῥίνημα, Λατ. ramentum, ψῆγμα χρυσοῦ, κόνις χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψῆγμα χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψῆγμα πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψήγματα Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε τίλαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rognure, raclure : ψῆγμα ou ψήγματα χρυσοῦ, ou simpl. ψήγματα, paillette ou poussière d’or, sable d’or.
Étymologie: ψήχω.

Greek Monolingual

το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερόψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.

Greek Monotonic

ψῆγμα: -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψῆγμα -ατος, τό [ψήχω] schraapsel, stof:. πυροθὲν ψῆγμα as uit het vuur Aeschl. Ag. 442; ψῆγμα χρυσοῦ stofgoud Hdt. 1.93.1.

Russian (Dvoretsky)

ψῆγμα: ατος τό ψήχω тж. pl. оскребки, крохи, крупинки: ψῆγμα πυρωθὲν σποδοῦ Aesch. пепел; ψήγματα Her., Luc., ψῆγμα χρυσοῦ Her. или ψήγματα χρυσίου Anth., Plut., Diod. крупинки золота, золотой песок; ψῆγμα λεπτομερέστατον Arst., Plut. тончайшая пыль.

Middle Liddell

ψήχω
that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, Lat. ramentum, ψῆγμα (with or without χρυσοῦ) gold dust, Hdt.; ψῆγμα πυρωθέν, i. e. dust and ashes, Aesch.