ἀριστάω

From LSJ
Revision as of 15:35, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστάω Medium diacritics: ἀριστάω Low diacritics: αριστάω Capitals: ΑΡΙΣΤΑΩ
Transliteration A: aristáō Transliteration B: aristaō Transliteration C: aristao Beta Code: a)rista/w

English (LSJ)

inf. ἀριστᾶν, Ion. A -ῆν Hp.Vict.3.68: pf. ἠρίστηκα X.Cyr. 4.2.39, Antiph.212.25; of this tense the Com. also used I pl. ἠρίσταμεν Ar.Fr.496, Theopomp.Com.22, inf. ἠριστάναι Hermipp.60:— Pass., pf. ἠρίστημαι, v. infr. [ᾱρ Ar.Eq.815, etc.; ᾰρ only late, AP11.387 (Pall.) ]:—take the ἄριστον or midday meal, Ar.Nu.416, Eq.815; ἠρίστων, opp. ἐδείπνουν, X.Mem.2.7.12, cf. An.4.6.21: c. acc. rei, breakfast on, ἴα καὶ ῥόδα Diod.Com.2.37, cf. Pherecr.122.5: pf. Pass. impers., ἠρίστηται δ' ἐξαρκούντως Ar.Ra.377. 2 eat a second meal, opp. μονοσιτέω, Hp.V M10, Acut.30.

German (Pape)

[Seite 351] frühstücken, Ar. Equ. 815 Dem. 47, 55 u. öfter; Xen. Mem. 2, 7, 12 Cyr. 1, 2, 11 u. öfter; übh. essen; dazu gehören die synk. Formen des perf. ἠρίσταμεν, ἠριστάναι, aus Com. Ath. X, 423 a, neben ἠριστηκότες Antiphan. XIV, 624 b, ἠριστηκέναι Diod. com. VI, 239 f (v. 37). Die erste Sylbe meist lang, Iac. A. P. p. 722.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστάω: ἀπαρ. ἀριστᾶν, Ἰων. -ῆν Ἱππ. 366. 45: μέλλ. ἀριστήσω: ἀόρ. ἠρίστησα: πρκμ. ἠρίστηκα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 25: τούτου τοῦ χρόνου μετεχειρίζοντο οἱ κωμ. καὶ συγκεκομμ. α΄ πληθ. ἠρίσταμεν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 428, Θεόπομπ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2· ἀπαρ. ἠριστάναι Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 11· παθ. πρκμ. ἠρίστημαι, ἴδε κατωτέρω [ᾱρ- Ἀριστοφ. Ἱππ. 815, Νεφ. 416, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 1, κ. ἀλλ. ἀλλ’ ᾰρ- ἐν Ἀνθ. Π. 11. 387.] Ἀριστοποιοῦμαι, λαμβάνω ἄριστον, πρόγευμα ἢ τὸ φαγητὸν τῆς μεσημβρίας, Λατ. prandere, (πρβλ. ἄριστον), Ἀριστοφ. Νεφ. 416, Ἱππ. 815· ἠρίστων ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐδείπνουν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, κτλ.· καὶ ἐν Ξεν. Ἀν. 4. 6, 21 τὸ ἠρίστων πρέπει νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, διότι ἂν καὶ ἐν § 17 ἐπειδὰν δειπνήσωμεν ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ φαγητόν, ὅμωςλέξις δεῖπνον ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει καθόλου ἐπὶ παντὸς φαγητοῦ: - μετ’ αἰτ. πράγματος, λαμβάνω ὡς πρόγευμα, ἴα καὶ ῥόδα ἔφασαν αὐτὸν ἠριστηκέναι Διόδωρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 37, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 5: - παθ. πρκμ. ἀπροσ. ἠρίστηταί τ’ ἐξαρκούντως Ἀριστοφ. Βάτρ. 376. 2) ἐσθίω δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, δὲν περιορίζομαι εἰς ἓν γεῦμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μονοσιτέω (ἐσθίω μόνον ἅπαξ τῆς ἡμέρας), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 388.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠρίστων, f. ἀριστήσω, ao. ἠρίστησα, pf. ἠρίστηκα;
faire le repas du milieu du jour, déjeuner ou dîner.
Étymologie: ἄριστον.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱρ- pero ᾰρ- AP 11.387 (Pall.)]
• Morfología: [jón. pres. inf. -ῆν Hp.Vict.3.68; perf. 1a plu. ἠρίσταμεν Ar.Fr.513, Theopomp.Com.22, inf. ἠριστάναι Hermipp.60]
1 almorzar op. δειπνεῖν X.Mem.2.7.12, Plu.2.201c, op. μονοσιτέειν Hp.l.c., VM 10
gener. hacer una comida al mediodía IG 9(2).1222 (Magnesia, Tesalia V a.C.), Ar.Ra.377, Eq.815, Theopomp.Com.l.c., X.An.4.6.21, Cyr.6.4.1, Plb.15.28.5, Plu.2.187d, Eu.Luc.11.37, Eu.Io.21.12, I.AI 6.362, PVindob.Sijpesteijn 26.5 (III d.C.), Hierocl.Facet.226, 244, Rom.Mel.38.αʹ.8.
2 tomar como almuerzo c. ac. de lo tomado ἃ μέλλομεν ἀριστήσειν Pherecr.127, τουτί Hermipp.60, ἴα καὶ ῥόδα Diod.Com.2.37
gener. comer Anacr.93.1, Ar.Fr.513, AP l.c.

English (Strong)

from ἄριστον; to take the principle meal: dine.

English (Thayer)

ἀρίστω: 1st aorist ἠρίστησα; (τό ἄριστον, which see);
a. to breakfast: Xenophon, Cyril 6,4, 1; and often in Attic).
b. by later usage to dine: παρά τίνι, Aelian v. h. 9,19).

Greek Monotonic

ἀριστάω: [ᾱρ], μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠρίστησα, παρακ. ἠρίστηκα — Παθ. ἠρίστημαι· παίρνω πρωϊνό ή μεσημεριανό φαγητό, Λατ. prandere, σε Αριστοφ., Ξεν.· Παθ. παρακ., απρόσ., ἠρίστηταί τ'ἐξαρκούντως, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστάω: (ᾱρ, Anth. ᾰρ) полдничать, завтракать Arph., Xen., Dem., Anth.: ἠριστηκὼς ἁπλοῦν ἄριστον Plut. скромно позавтракавший.

Middle Liddell


to take breakfast or luncheon, Lat. prandere, Ar., Xen.:—perf. pass. impers., ἠρίστηταί τ' ἐξαρκούντως Ar.

Chinese

原文音譯:¢rist£w 阿里士他哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:午餐
字義溯源:取用主要的一餐,喫早飯,喫飯,用餐;源自(ἄριστον)=最佳的);而 (ἄριστον)出自(ἄρρην / ἄρσην)*=男人)
出現次數:總共(3);路(1);約(2)
譯字彙編
1) 他們喫過了早飯(1) 約21:15;
2) 喫早飯(1) 約21:12;
3) 喫飯(1) 路11:37