ἦπου

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦπου Medium diacritics: ἦπου Low diacritics: ήπου Capitals: ΗΠΟΥ
Transliteration A: ē̂pou Transliteration B: ēpou Transliteration C: ipou Beta Code: h)=pou

English (LSJ)

or ἦ που, A I ween, ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν . . Ar.V.725; ἦ που νέος γ' ὢν ἦσθ' ὑβριστής Id.Th.63, cf. Il.3.43, 16.830; ironical, S.Aj.1008, E.Med.1308; χαλεπὸν πόλιν κατασκευάσασθαι, ἦ που δή . . much more . ., Th.1.142; so ἦ που alone, Lys.30.17, Pl.Phd.84d; ἦ πού γε lsoc.1.49; also ἦ που δή . . much less, prob. in Th.8.27; also ἦ πού γε δή Id.6.37: and with a neg., ἦ που . . γε . . οὐ δεῖ χρήσασθαι And.1.86. II to make a hesitating suggestion, surely . . ? Od. 13.234, A.Pr.521, Ar.Pl.970.

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἦ που;
1 certes, sans doute;
2 interrog. est-ce que ? n’est-ce pas ? ἦπου οὐ ; ISOCR m. sign.
Étymologie: ἦ, που.

Greek Monotonic

ἦπου: ή ἦπου,
I. υποθέτω, στοχάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από άρνηση, πολύ λιγότερο, σε Θουκ.
II. χρησιμ. για να υποβληθεί ερώτηση με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; αλήθεια...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἦπου: и ἦ που
1 ведь, конечно, пожалуй: ἦ. ἔφησθα … Hom. ты, конечно, надеялся …; ἦ. καγχαλόωσι Ἀχαιοί Hom. ахейцы, наверное, хохочут; χαλεπὸν καὶ ἐν εἰρήνῃ ἦ. δὴ ἐν πολεμία Thuc. это трудно в мирных условиях, а уж конечно (= тем более) во вражеской стране; ἦ. χαλεπῶς ἂν πείσαιμί τινα Plat. мне, пожалуй, трудно было бы убедить кого-л.;
2 (в вопросах) (да) разве? неужели?: ἦ. συκοφάντρια ἦσθα; Arph. да уж не клеветница ли ты?

Middle Liddell


I. or ἦ, που, I suppose, I ween, Il., Soph., etc.: after a negat., much less, Thuc.
II. to ask a question, is it possible that . . ? can it be that . . ? Od., Aesch.