μεθιδρύω

From LSJ
Revision as of 23:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθιδρύω Medium diacritics: μεθιδρύω Low diacritics: μεθιδρύω Capitals: ΜΕΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: methidrýō Transliteration B: methidryō Transliteration C: methidryo Beta Code: meqidru/w

English (LSJ)

place differently, transpose, ἐπὶ τἀναντία τὸν βίον Pl. Lg. 904e; — Med., migrate, Arist. Ath. 19.2, DH. 6.52; — Pass., keep moving, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Plu. Ages. 11.

German (Pape)

[Seite 112] (s. ἱδρύω), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ τἀναντία, Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, ἀλλαχόσε, Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.

French (Bailly abrégé)

propr. déplacer, transposer, changer, acc.;
Moy. μεθιδρύομαι se déplacer, transporter sa résidence.
Étymologie: μετά, ἱδρύω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθιδρύω: τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ τἀναντία Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.

Greek Monolingual

μεθιδρύω (Α)
1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.)
2. μέσ. μεθιδρύομαι
α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο
β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε χώρας μεθιδρυόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἱδρύω.

Greek Monotonic

μεθιδρύω: μέλ. -ύσω, τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεθιδρύω: переселять, перемещать (τι ἐπί τι Plat.; ἄλλοθεν ἀλλαχόσε μεθιδρυμένος Plut.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to place differently, transpose, Plat.: —Pass. to keep moving, Plut.