πηχύνω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
take in one's arms, embrace, A.R.4.972, Nonn.D.25.177; τινὰ ἀγοστῷ ib.3.340: more freq. in Med., χείρεσσι AP12.121 (Rhian.), Opp.H.4.286, Nonn.D.9.30; ἀγοστῷ ib.14.152.
German (Pape)
[Seite 612] auf den Arm geben, πηχύνομαι, auf den Arm, in die Arme uehmen, umarmen; πηχύναντό σε χέρεσσι, Rhian. 5 (XII, 121); Opp. H. 2, 486; τινὰ ἀγοστῷ, Nonn. D. 8, 187. 19, 95 u. öfter; auch Ap. Rh. 4, 972, ἀγρύρεον χαῖον παλάμῃ ἔνι πηχύνουσα, erkl. der Schol. τῷ πήχει τῆς χειρὸς προσηρτηκυῖα.
French (Bailly abrégé)
prendre, porter ou tenir dans ses bras;
Moy. πηχύνομαι m. sign.
Étymologie: πῆχυς.
Greek Monolingual
και μέσ. πηχύνομαι, Α πήχυς
1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.)
2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» — παίρνω στην παλάμη (Νόνν.).