λῆψις
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
εως, ἡ (later λῆμψις POxy.1088.45 (i A.D.), etc.), A taking hold, seizing, catching, ῥύγχος… πρὸς τὰς λήψεις τῶν ζῳδαρίων Arist.PA662b9; αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις ib.687b10; ἀπορώτερος ἡ λῆψις the seizure of them will be more difficult, Th.5.110; ἡ λῆψις τῆς πόλεως the seizure of it, Id.4.114, cf. 7.25. 2 accepting, receiving, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λ. ὧν ἐρᾷ καθ' ἡμέραν S.Fr.356; ἡ τοῦ μισθοῦ λῆψις Pl.R.346d; opp. ἀπόδοσις, ib.332b; opp. ἀποβολαί (loss), Arist.Rh.1362a35 (pl.): in plural, receipts, Pl.R.343d, Alc.1.123a, Arist. EN1122a13, al. b taking of medicine, προλούσας πρὸ τῆς λήψεως POxy. l.c. II attack of fever or sickness, seizure, ἀπὸ τῆς πρώτης λήψεως Hp.Epid.1.6, cf. Morb.1.18, Arist.Pr.866a26. III in Logic, assumption (cf. λῆμμα ΙΙ), Id.APr.24a23, 24b11. 2 τῇ ἡμετέρᾳ λήψει from our point of view, Ascl.Tact.7.8. IV choice of matter, in a poem, etc., Longin.10.3; cf. λῆμμα III. V choice of pitch, in Music, Ocell.4.8, Aristid.Quint.1.11 bis. VI Geom., τὴν τοῦ κέντρου τοῦ ἐκκέντρου λῆψιν the determination of the centre of the eccentric circle, Procl.Hyp.5.56.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de prendre, de s'emparer de;
2 action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.
Étymologie: R. Λαβ, cf. λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λῆψις: -εως, ἡ, (λαμβάνω, λήψομαι) τὸ λαμβάνειν, ἁρπάζειν, πιάνειν, ῥύγχος... πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Ἀριστ. π. Ζ· Μορ. 3. 1, 15· αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις αὐτόθι 4. 10, 25· ἀπορώτερος ἡ λ. τῆς πόλεως, ἡ κατάληψις, ἅλωσις αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν 4. 114, πρβλ. 7. 25. 2) ἀποδοχή, παραδοχή, τὸ λαμβάνειν, κτᾶσθαι, παραλαβή, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ’ ἡμέραν Σοφ. Ἀποσπάσ. 326· ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Πλάτ. Πολ. 346D ἀντίθετ. τῷ ἀπόδοσις αὐτόθι 332A· τῷ ἀποβολή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 6· ἐν τῷ πληθ., παραλαβαί, εἰσπράξεις, Πλάτ. Πολ. 343D, Ἀλκ. 1. 123A, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 43, κι ἀλλ. II. προσβολὴ πυρετοῦ ἢ νόσου, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Ἱππ. Ἐπιδ. 944, πρβλ. 453. 40, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3, κ. ἀλλ. III. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ λαμβάνειν τι ὡς δεδομένον, Λατ. sumptio (ἴδε λῆμμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3 καὶ 4 IV. ἡ ἐκλογὴ ὕλης ἐν ποιήματι κλπ., Λογγῖν. 10· πρβλ λῆμμα ΙΙΙ.
Spanish
English (Thayer)
(L T Tr WH λῆμψις, see Mu), λήψεως, ἡ (λαμβάνω, λήψομαι) (from Sophocles and Thucydides down), a receiving: δόσις, 1.
Greek Monotonic
λῆψις: -εως, ἡ (λήψομαι)·
I. λήψη, αρπαγή, πιάσιμο, σε Θουκ.
2. αποδοχή, παραδοχή, παραλαβή, σε Πλάτ.· στον πληθ., εισπράξεις, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῆψις: εως ἡ
1) хватательное движение, хватание (αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις Arst.);
2) захват, взятие (τῆς πόλεως Thuc.);
3) pl. ловля (τῶν ζῳδαρίων Arst.);
4) получение (τοῦ μισθοῦ Plat.);
5) pl. поступление, доход Plat.;
6) принятие (τοῦ μὲν λ., τοῦ δ᾽ ἀποβολή Arst.; δόσις καὶ λ. NT);
7) лог. положение, исходное утверждение (τῆς ἀντιφάσεως Arst.);
8) мед. приступ (sc. πυρετοῦ Arst.).
Middle Liddell
λῆψις, εως λήψομαι
1. a taking hold, seizing, catching, seizure, Thuc.
2. an accepting, receiving, Plat.; in plural receipts, Plat.
Chinese
原文音譯:lÁyij 累普西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:得(著)
字義溯源:受,信託,收到,領受;源自(λαμβάνω)*=拿,取)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 領受的(1) 腓4:15