δίωσις
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
εως, ἡ, A pushing asunder, forcing open, Arist.Pr.964a22, Ph. 243b4. II putting off 'sine die', δίκης Id.Rh.1372a33.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, das Weg- oder Durchstoßen, Arist. probl. 34, 8; δίκης, Abwenden der Strafe, Rhet. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δίωσις: -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν μακράν, ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ ἀπόρριψις, ἀργοπορία, ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
défense contre une accusation.
Étymologie: διωθέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 dilatación, expansióncomo una forma de movimiento, Arist.Ph.243b4
•en la respiración, al espirar, op. συναγωγή ‘contracción’, Arist.Pr.964a22.
2 jur. dilación, retraso δίκης Arist.Rh.1372a33, 35.
3 impulso, empuje τοῦ πνεύματός τε καὶ τῶν ὑγρῶν en la respiración, op. ὁλκή Erasistr.230, en la defecación, Gal.2.195.
Greek Monolingual
δίωσις, η (Α)
1. απώθηση
2. αναβολή.
Greek Monotonic
δίωσις: -εως, ἡ, απώθηση, αργοπορία, καθυστέρηση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
δίωσις: εως ἡ
1) отталкивание (ἡ δ. ἄπωσίς ἐστι Arst.);
2) выталкивание (τὸ ἐμπνεῦσαι δ. τίς ἐστι Arst.);
3) юр. отклонение, отвод (δίκης, ἐκτίσεως Arst.).
Middle Liddell
δίωσις, εως n
a pushing off, delaying, Arist.