μεταποιέω

From LSJ
Revision as of 16:35, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταποιέω Medium diacritics: μεταποιέω Low diacritics: μεταποιέω Capitals: ΜΕΤΑΠΟΙΕΩ
Transliteration A: metapoiéō Transliteration B: metapoieō Transliteration C: metapoieo Beta Code: metapoie/w

English (LSJ)

alter the make of a thing, remodel, νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον = recompose the verse, Sol.20.3:—Pass., μεταποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18.
II Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.

German (Pape)

[Seite 152] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταποιέω: μεταβάλλω τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου κατασκευάζω, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, κάλλιον νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι μετεόν, ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
refaire, réformer, acc.;
Moy. μεταποιέομαι, μεταποιοῦμαι prendre sa part de, s'approprier, gén..
Étymologie: μετά, ποιέω.

Greek Monotonic

μεταποιέω: μέλ. -ήσω,
I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ.
II. Μέσ., μεταχειρίζομαι μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταποιέω:
1) переделывать, перерабатывать, изменять (νόμους Dem.; τὴν κρίσιν Luc.);
2) med. усваивать (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.);
3) med. присваивать себе, приписывать себе (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem.
II. Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.