σκυθρωπασμός

Revision as of 18:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπασμός:мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).