περικυλινδέω

From LSJ
Revision as of 08:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῠλινδέω Medium diacritics: περικυλινδέω Low diacritics: περικυλινδέω Capitals: ΠΕΡΙΚΥΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: perikylindéō Transliteration B: perikylindeō Transliteration C: perikylindeo Beta Code: perikulinde/w

English (LSJ)

later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα:—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34:— Pass., of an infant, Sor.1.85; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327: abs., roll about, Pl.Lg.893e: metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. περικυλίω.
Étymologie: περί, κυλινδέω.

Greek (Liddell-Scott)

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.

Greek Monotonic

περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κυλινδέω doen ronddraaien.

Russian (Dvoretsky)

περικῠλινδέω: Plat. v.l. = περικυλίω.

Middle Liddell

later -κυλίω aor1 -εκύλῑσα
to roll round, Ar.