πεσσεύω
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
Att. πεττ-, play at draughts, Heraclit.52, Pl.Alc.1.110e, R.487b, X.Mem.3.9.9, etc.: prov., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει fortune gambles with human affairs, Ph.2.85.
German (Pape)
[Seite 603] att. -ττεύω, mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett spielen, indem man sie nach den Spielregeln setzt und zieht; Plat. Rep. VI, 487 b; Xen. Mem. 3, 9, 9; Pol. 40, 7, 2 u. Sp.; auch übertr., wie Philo, τύχης ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττευούσης.
French (Bailly abrégé)
jouer au trictrac.
Étymologie: πεσσός.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσεύω: Ἀττ. πεττ-, παίζω τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. πεσσός), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.
Greek Monolingual
και πεττεύω Α πεσσός
1. παίζω πεσσούς
2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι.
Greek Monotonic
πεσσεύω: Αττ. πεττ-, μέλ. -σω, παίζω τους πεσσούς (βλ. πεσσός), σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πεσσεύω: атт. πεττεύω играть в шашки Plat.