κρυπτεύω

From LSJ
Revision as of 22:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτεύω Medium diacritics: κρυπτεύω Low diacritics: κρυπτεύω Capitals: ΚΡΥΠΤΕΥΩ
Transliteration A: krypteúō Transliteration B: krypteuō Transliteration C: krypteyo Beta Code: krupteu/w

English (LSJ)

hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.

German (Pape)

[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.

French (Bailly abrégé)

se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.

Greek Monolingual

κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.

Greek Monotonic

κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτεύω:
1) утаивать, скрывать: οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου πόδα Eur. боги скрывают долгий ход времени, т. е. медленное развитие событий;
2) укрываться, ложиться в засаду: κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. устроить засаду вокруг лагеря; οὔ τί που κρυπτεύομαι; Eur. не устраивают ли мне какой-л. засады?

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυπτεύω [κρύπτω] met acc. verbergen:. κρυπτεύουσι... δαρὸν χρόνου πόδα zij verbergen de trage voet van de tijd Eur. Ba. 888. intr. zich in een hinderlaag leggen:. κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κρυπτεύειν zich in een hinderlaag rond het kamp leggen Xen. Cyr. 4.5.5. pass. in een hinderlaag gelokt worden.

Middle Liddell

κρυπτεύω, fut. -σω κρύπτω
I. to conceal, hide, Eur.
II. intrans, to hide oneself, lie concealed, Xen.
III. Pass. to be ensnared, Eur.