λάλαξ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[λᾰλ], ᾰγος, ὁ, babbler, croaker: a name of the green frog (κέρβερος), and of a bird, Hsch.; cf. βάβαξ.
German (Pape)
[Seite 9] αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.
French (Bailly abrégé)
αγος (ὁ) :
le « jaseur » :
1 grenouille verte, animal;
2 sorte d'oiseau.
Étymologie: λαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
λάλᾰξ: ᾰγος, ὁ, κεκράκτης, «φωνακλᾶς»· ὄνομα τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.· πρβλ. βάβαξ. Πρβλ. λαλέω· - κατά τινας καὶ εἶδος ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.
Greek Monolingual
λάλαξ, -αγος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά)
φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση -γ- (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)].