δυσωπέω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
aor. A ἐδυσώπησα Luc.Asin.38: (ὄψ):—put out of countenance, abash, τινά Ph.1.291, Plu.2.418e, Luc. l.c., S.E.P.3.66, etc.; οὐδὲν αὐτὴν ἐδυσώπει X.Eph.4.5: c. acc. inf., shame a person with doing a thing, J.BJ1.6.5, al.: especially of importunate persons, δ. τινὰ δεήσει ib.3.8.6; so, entreat, ἥκειν ὑμᾶς καὶ παρακαλῶ καὶ δ. Hld.10.2: abs., to be importunate, αἰσχυνόμενοι ἀντιλέγειν τοῖς ἀγνωμόνως δυσωποῦσιν ὕστερον δυσωποῦνται τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας Plu.2.532d:—Pass., θεὸν εἶναι τὴν ἠχὼ δυσωποῦμαι I am constrained to believe that, Jul.Ep.189, cf. Marcellin.Puls.23; to be susceptible to importunity, τὴν ὑπὸ τῶν ἀναισχύντως λιπαρούντων ἧτταν, ἣν ἔνιοι δυσωπεῖσθαι καλοῦσιν Plu.Brut.6; δυσωπεῖν τὴν ὄψιν to disgust, Id.Lyc. 9; alarm, πάθος δ. τινά Procop.Arc.2. II in early writers only Pass., impf. ἐδυσωπούμην Pl.Phdr.242c:—to be put out of countenance, abs., Id.Plt.285b, etc.; πρὸς ἀλλήλους Id.Lg.933a; δ. μή… Id.Phdr. l.c.; τινί Plb.20.12.6; ἐπί τινι Ph.1.639; εἰ… Id.2.423; περί τινος Phld.Rh.1.297 S.; of animals, to be shy, timid, X.Mem.2.1.4. 2 c. acc., to be put to shame by, τὴν ἀρετήν τινος Plu.Cor.15; τὴν χάριν Lib.Decl.37.19: but more freq. fight shy of, ὄνομα D.H.Comp.12 (so in Act., look askance at, δ. καὶ ὑποπτεύω μήποτ' οὐ Λυσίου ὁ λόγος Id.Lys.11), cf. Phryn.166; ὑφορᾶν καὶ δ. Them.Or.26.330b; διὰ τοὔνομα τὴν μοναρχίαν Plu.Sol.14; regard with aversion, ὄψα Ael.Fr.182; disapprove of, Phld.Hom.p.55 O.: c. inf., to be ashamed to do,… εἰπεῖν D.Chr.32.7, cf. 36.54; also τὴν ἀντίδοσιν δ. feel ashamed to reply, Jul. Ep.184. III intr.in Act., to see with difficulty, Luc.Lex.4.
Spanish (DGE)
A en v. act.
I tr.
1 avergonzar, turbar, confundir, inquietar para o hasta doblegar, hacer ceder o desistir, disuadir de un intento, propósito u opinión, esp. mediante presiones insistentes, c. ac. de pers. o dioses ὃν δὲ δεήσει δυσωπῶν I.BI 3.385, cf. 5.333, ἡ δὲ πάντα ἠρνεῖτο καὶ οὐδὲν αὐτὴν ἐδυσώπει X.Eph.4.5.3, cf. I.AI 12.159, σε τῶν ἰδίων οὐ δυσωπεῖ Epict.Gnom.65, αἰχυνόμενοι γὰρ ἀντιλέγειν τοῖς ἀγνωμόνως δυσωποῦσιν ὕστερον δυσωποῦνται τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας pues sintiendo reparos en contradecir a los que les turban indebidamente con sus requerimientos, a su vez experimentan turbación ante los que les recriminan con razón Plu.2.532d, cf. 533d, δυσωπήσας λίνα Μοιρῶν doblegando los hilos de las Moiras Orác. en ZPE 7.1971.198-199 (III d.C.), δυσωπεῖν ἐπιχειροῦσι τοὺς τῆς ἐναντίας αὐτοῖς στάσεως ὄντας S.E.P.3.66, δυσωπούντων δέ σε εἰς σωτηρίαν καὶ οἱ περὶ τοὺς θεοὺς ὑμῶν ἔλεγχοι Clem.Al.Prot.7.75, αὐτὸν πολλὰ καὶ τὸ Μακεδονίας δυσωπεῖν πάθος Procop.Arc.2.12, en v. pas. οὐ δυσω[π] ηθησόμεθα Epicur.Fr.[31.21] 1
•simpl. causar turbación, intimidar, desconcertar τί μάλιστά σε δυσωπεῖ; Plu.2.418d, al alma pecadora, Ph.1.291, τὸν θεατὴν φοβεῖ, δι' ὅλου δυσωπῶν τοῦ σχήματος Iul.Ep.188.377c, εἰ μὴ δυσωπεῖ ὑμᾶς τὰ λεγόμενα Iust.Phil.Dial.46.4
•convencer, persuadir de algo, mediante pruebas o testimonios irrefutables τῷ πλήθει τῶν μαρτύρων ἡμᾶς δυσωποῦσιν Gal.1.523, ἑκατέρους τοῖς ἐναργῶς φαινομένοις Gal.7.520, cf. 8.779.
2 instar, conminar, pedir con insistencia para forzar, mover, convencer o tb. disuadir a alguien de hacer algo mediante súplica, persuasión o presión, gener. c. ac. de pers. e. inf. (τοῦτον) δυσωπῆσαι παρασχεῖν αὐτοῖς τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν κράτος conminarle (a Dios) a otorgarles la victoria sobre los enemigos I.AI 12.300, ὡς δυσωπήσων Πομπήιον πάντ' ἐπιτρέπειν αὐτῷ I.BI 1.136, ἥκειν ... ὑμᾶς εἰς τὸν εἰωθότα τόπον καὶ παρακαλῶ καὶ δ. Hld.10.2.1, παρανακαλῶ ὑμᾶς δυσωπῆσαι τοὺς ἀπὸ Νίκρου δοῦναι τὴν ἐμβολήν POxy.1841.2 (VI d.C.), cf. PRoss.Georg.5.29.26 (IV d.C.), SB 7033.29 (V d.C.), c. conj. ὥστε με μὴ ἀποκτεῖναι, δεινῶς αὐτοὺς ἡ θεὸς ἐδυσώπησεν Luc.Asin.38, ἡ ἡμῶν μήτηρ ἐδυσώπησέν με ὥστε ... ἐᾶσαι ... SB 6000.2.15 (VI d.C.)
•en v. pas. μηδὲν ... ἀντιπαρασχεῖν ... τοῖς τέκνοις δυσωπεῖσθαι I.BI 1.276
•sin inf. τὰ κινήματα τῶν συμμάχων ... πρᾴως ἀνείργειν καὶ δυσωπεῖν Plu.Fab.20, ὡς ἂν μᾶλλον εἰς ἔλεον τὸν θεὸν δυσωπήσειε Gr.Nyss.Pss.47.27, ὕμνοις ... τὸν ἀθάνατον Inscr.Phryg.107.6 (IV d.C.), en v. pas. δυσωποῦμαι ἐγὼ πολλά soy requerido a todas horas (para que pague) SB 12594.11 (III d.C.).
3 causar disgusto o repugnancia (ὕδατα) δυσωποῦντα τὴν ὄψιν aguas que repugnan a la vista por su suciedad, Plu.Lyc.9.
4 sentir desconfianza, recelos δυσωπῶ καὶ ὑποπτεύω μήποτ' οὐ Λυσίου ὁ λόγος D.H.Lys.11.8.
II intr. ver mal a causa de una inflamación ocular, Luc.Lex.4.
B en v. med. y med.-pas.
I tr.
1 sentir vergüenza, turbación o embarazo ante alguien, c. ac. de pers. τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας Plu.2.532d, οὔτε σὲ τὸν πάσης τιμῆς ἄξιον δυσωπεῖται PNepheros 7.6 (IV d.C.)
•tb. c. ac. de abstr. o inf. sentir reparos, pudor o vergüenza de δυσωπεῖσθαι δ' οὐδὲν οἴομαι δεῖν οὔτε ὄνομα οὔτε ῥῆμα δυσωπεῖται ὄνομα D.H.Comp.12.11, cf. Plu.Sol.14, δυσωπούμενοι τὴν ἀποκάλυψιν καὶ γύμνωσιν Plu.Cat.Ma.20, αἰτοῦντος ἀργύριον φίλου δυσωπηθέντες ἀντειπεῖν sintiendo vergüenza de negarse cuando un amigo pide dinero Plu.2.532d, cf. D.Chr.32.7, θεὸν εἶναι τὴν Ἠχὼ δυσωποῦμαι Iul.Ep.189.440c, εἴ τις ἢ αἰδοῦς ἢ δέους ἕνεκα τοῦ πρός σε τὴν ἀντίδοσιν δυσωπεῖται Iul.Ep.184.419b, de dar las gracias, Lib.Decl.37.19
•sentir confusión, vacilación o desorientación ante τὰς ... παντοδαπὰς ἀνομοιότητας Pl.Plt.285b, δυσωποῦνται τὴν αὐτὴν ἐπονομάζειν τοῦ ζῴου φύσιν D.Chr.36.54.
2 sentir inquietud, preocupación ante καί πως ἐδυσωπούμην ... μή τι ... Pl.Phdr.242c
•sentir temor, respeto o reverencia ante τὴν ἀρητήν Plu.Cor.15, τὰς ὑπεροχὰς οὐ δυσωπεῖται τὸ δίκαιον la justicia no se intimida ante las prerrogativas Hld.10.10.3, τοὺς δαίμονας Clem.Al.Prot.4.53, ἐχρῆν ... δυσωπηθῆσαι μὲν τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν ὑπ' αὐτοῦ μαρτυρηθέντων τοῦ πνεύματος Gr.Nyss.Eun.2.101.
3 mirar con aversión o desconfianza, recelar de πάντα δυσωπούμενος ref. a la comida, Ael.Fr.185c, Ὁμήρου μὲν ὑφορᾷ καὶ δυσωπῇ τὴν γοητείαν Them.Or.26.330b.
4 mantener con dificultad la vista fija en, no poder mirar de frente a, deslumbrarse ante una luz muy fuerte, c. suj. de anim. δεδίασι τὴν αὐγὴν καὶ τὴν λαμπεδόνα δυσωποῦνται (los peces) se asustan del resplandor y quedan deslumbrados ante la llamarada Ael.NA 2.8.9, de aves ἐὰν μὲν σκαρδαμύξῃ τις τὴν ἀκμὴν τῆς ἀκτῖνος δυσωπούμενος Ael.NA 2.26, cf. 8.10, 10.14.
II intr.
1 sentir vergüenza, turbación o embarazo c. dat. o giro prep. τῷ χειρισμῷ Plb.20.12.6, ἐπ' εὐτελεῖ χλαίνῃ Ph.1.639
•subst. τὸ δ. el sentimiento de vergüenza que mueve a ceder ante requerimientos insistentes, Plu.2.533d, cf. 528e, Brut.6
•sentir confusión o vacilación teñida de disgusto o menosprecio πρὸς τὴν ζήτησιν περὶ ἑκάστου τῶν ζῴων προσιέναι δεῖ μὴ δυσωπούμενον es preciso afrontar la investigación sobre cada uno de los animales sin poner reparos Arist.PA 645a22.
2 turbarse, sentir temor, recelos o desconfianza ἐὰν δὲ ὀσφραίνηται νεωστὶ κεκινημένης δυσωπεῖται si olfatea tierra recién removida, se turba (el ciervo), X.Cyn.9.16, cf. Mem.2.1.4, δυσωπούμενοι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.933a, δέει δὲ τῷ ἐκ βασιλέως δυσωπούμενοι σιωπῇ εἴχοντο Procop.Aed.5.7.9.
German (Pape)
[Seite 691] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπέω: ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- κάμνω τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, ὥστε νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι δειλός, εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας βλέπω, Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 faire mal aux yeux : ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν PLUT eaux dont la réverbération blesse la vue, càd éblouit;
2 fig. faire baisser les yeux, càd remplir de honte, de confusion ; Pass. être honteux de, acc. ; en gén. être décontenancé, troublé ; abs. être timide, craintif en parl. d'animaux;
II. intr. avoir la vue faible.
Étymologie: δυσ-, ὤψ.
Greek Monotonic
δυσωπέω: μέλ. -ήσω (ὤψ)·
I. κάνω κάποιον να «κατεβάσει τα μάτια», τον ντροπιάζω, τινά, σε Λουκ.· απόλ., είμαι ενοχλητικός, φορτικός, πιεστικός, σε Πλούτ.
II. 1. στους δόκιμους συγγραφείς μόνο στην Παθ., ταράζομαι, θορυβούμαι, ενοχλούμαι, «χάνω το χρώμα μου», σε Πλάτ.· λέγεται για ζώα, είμαι δειλός, πτοούμαι εύκολα, σε Ξεν.
2. ντρέπομαι για, τι, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωπέω [δυσ-, ὤψ] act. in later Grieks met acc., causat. doen wegkijken:; ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν water dat de blik doet afwenden (d.w.z. er walgelijk uitziet) Plut. Lyc. 9.5; overdr. in verlegenheid brengen, (te) toegeeflijk laten zijn (vooral door onbeschaamd om gunsten te vragen). intrans. slecht zien. med.-pass. intrans. wegkijken, (te) toegeeflijk zijn, toegeven; steeds overdr. zich ongemakkelijk voelen, van zijn stuk gebracht worden, verlegen zijn, zich schamen; met μή + conj.: ἐδυσωπούμην... μὴ... τιμὰν πρὸς ἀνθρώποις ἀμείψω ik voelde de ongemakkelijke vrees dat ik (door een fout tegen de goden te begaan) eer bij de mensen in ruil zou krijgen Plat. Phaedr. 242c; δυσωπούμενον παύεσθαι ontmoedigd ophouden Plat. Plt. 285b. met acc. in verlegenheid raken bij het zien van, zich schamen voor:. ἐδυσωποῦντο τὴν ἀρετήν zij schaamden zich bij de aanblik van zijn moed (van Coriolanus) Plut. Cor. 15.1; διὰ τοὔνομα διωπεῖται τὴν μοναρχίαν hij voelde zich ongemakkelijk bij (het accepteren van) de alleenheerschappij vanwege de naam ervan Plut. Sol. 14.7. met πρός + acc. argwanend kijken naar:. δ. πρὸς ἀλλήλους elkaar argwanend bekijken Plat. Lg. 933a.
Russian (Dvoretsky)
δυσωπέω:
1) (о глазах, зрении) неприятно поражать, резать, слепить (τὴν ὄψιν Plat.);
2) плохо видеть (δυσωπῶ καὶ ἀρτίδακρύς εἰμι Luc.);
3) приводить в смущение, смущать, стыдить, med.-pass. смущаться, стыдиться (τῶν φίλων ἡ δυσωπουμένη παρρησία δυσωπεῖ μάλιστα Plut.);
4) med.-pass. робеть, бояться (τινα и τι Xen., Plut.; ζῷα δυσωπούμενα Xen.): πρὸς τὴν ζήτησιν προσιέναι δεῖ μὴ δυσωπούμενον Arst. в исследовании нужно без колебаний идти вперед.
Middle Liddell
δυσ-ωπέω, fut. -ήσω [ὤψ]
I. to put out of countenance, put to shame, τινά Luc.: absol. to be importunate, Plut.
II. in good authors only:—Pass. to be put out of countenance, to be troubled, Plat.; of animals, to be shy, timid, Xen.
2. to be ashamed of, τι Plut.