προσμάχομαι

From LSJ
Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμάχομαι Medium diacritics: προσμάχομαι Low diacritics: προσμάχομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmáchomai Transliteration B: prosmachomai Transliteration C: prosmachomai Beta Code: prosma/xomai

English (LSJ)

[ᾰ], aor. -εμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1:—fight against, τῇ δειλίᾳ Pl.Lg.647c, cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33; κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
combattre contre, s'élancer contre, donner l'assaut à, τινι.
Étymologie: πρός, μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι ἐναντίον τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· μάλιστα, προσβάλλω πάλιν, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.

Greek Monolingual

Α
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.)
3. επιτίθεμαι, εφορμώὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσμάχομαι: [ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι, σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσμάχομαι: (только praes. и impf.)
1) вести борьбу, сражаться (τοῖς πολεμίοις Polyb.);
2) идти на приступ, штурмовать (τοῖς τείχεσι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μάχομαι strijden tegen, bestormen, met dat.: τῇ... δειλίᾳ τῇ ἐν αὑτῷ προσμαχόμενον de lafheid in zichzelf bestrijdend Plat. Lg. 647c; προσμαχόμενος τοῖς τείχεσιν de muren bestormend Plut. Demetr. 33.4.

Middle Liddell

fut. attic -μαχοῦμαι
Dep. to fight against, τινι Plat.: to assault a town, Xen.