ὀροφή
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ, (ἐρέφω) A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu.173, etc.: pleon., καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48; cf. κέραμος 11.2: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7. 2 top of a beehive, Arist.HA624a6. II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.
German (Pape)
[Seite 386] ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφή: ἡ, (ἐρέφω) ἡ στέγη οἰκίας ἢ τὸ ἐσωτερικὸν στέγασμα, «ταβάνι», δωματίου, Ὀδ. Χ. 298, Ἡρόδ. 2. 148, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Ἀριστοφ., κλ.· πλεοναστ., καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155. ὀροφὴν διελεῖν, ἀφελεῖν τὰς κεραμίδας, Θουκ. 4. 48· πρβλ. κέραμος· - ἐν τῷ πληθ. τὰ ξύλα τῆς στέγης, τὸ τοῦ Πλινίου, contignationes, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7. 2) ἡ κορυφὴ κυψέλης μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
toit d’une maison.
Étymologie: ἐρέφω.
English (Autenrieth)
(ἐρέφω): roof, ceiling, Od. 22.298†.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀροφή)
η εσωτερική επάνω επιφάνεια ενός χώρου, το εσωτερικό επιστέγασμα ενός δωματίου, το ταβάνι
νεοελλ.
1. η στέγη ενός οικήματος, ενός κτηρίου
2. μτφ. το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα μέγεθος
3. (αεροπ.) το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου
4. (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη απόσταση της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό τουλάχιστον του ουράνιου θόλου από την επιφάνεια της θάλασσας ή του εδάφους
αρχ.
1. η κορυφή της κυψέλης τών μελισσών
2. συριακή ονομασί φυτού, αλλ. κροκοδιλιάς
3. στον πληθ. αἱ ὀροφαί
τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἐρέφω].
Greek Monotonic
ὀροφή: ἡ (ἐρέφω), στέγη ενός σπιτιού ή ταβάνι ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροφή: ἡ
1) потолок (ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς Hom.);
2) крыша, кровля Plut.: τὸ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;
3) крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.).
Frisk Etymological English
-φος Meaning: cover, roof, ceiling
See also: s. ἐρέφω.
Middle Liddell
ὀροφή, ἡ, ἐρέφω
the roof of a house, or the ceiling of a room, Od., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ὀροφή: -φος
{orophḗ}
Meaning: Bedeckung, Dach, Decke
See also: s. ἐρέφω.
Page 2,426
English (Woodhouse)
Translations
Abkhaz: ахыб; Adyghe: шъхьэ; Afrikaans: dak; Ainu: アリㇷ゚, チェカ, キタイ; Aklanon: atop; Albanian: çati; Amharic: ጣራ; Arabic: سَقْف, سَطْح; Algerian Arabic: بلافو; Egyptian Arabic: سطح; Hijazi Arabic: سَطُوح; Moroccan Arabic: سقف; Armenian: տանիք, կտուր; Asturian: teyáu, techu; Azerbaijani: örtük, dam; Bashkir: түбә; Basque: teilatu; Belarusian: дах, крыша, страха; Bengali: ছাদ; Breton: toenn; Bulgarian: покрив; Burmese: အမိုး; Buryat: орой; Catalan: teulada; Cebuano: atop; Chechen: тхов; Chepang: छाना; Cherokee: ᎦᏌᎾᎵ; Chinese Cantonese: 屋頂, 屋顶, 房頂, 房顶; Dungan: динзы; Mandarin: 屋頂, 屋顶, 房頂, 房顶; Min Nan: 厝頂; Cimbrian: dach; Crimean Tatar: dam; Czech: střecha; Danish: tag; Drung: chvkung; Dutch: dak; Esperanto: tegmento; Estonian: katus; Faroese: tak; Finnish: katto, ulkokatto, vesikatto; French: toit; Friulian: cuviert, tet; Galician: tellado, teito, colmo, treito; Georgian: სახურავი, ბურული, ბანი; Old Georgian: ბედედი; German: Dach; Gothic: 𐌷𐍂𐍉𐍄; Greek: στέγη, σκεπή, οροφή; Ancient Greek: ὀροφή, τέγος, στέγος; Guaraní: ogahoja; Gujarati: છત; Hebrew: גַּג; Higaonon: atop; Hindi: छत; Hungarian: tető, háztető; Hunsrik: Dach; Icelandic: þak; Ido: tekto; Indonesian: atap; Ingush: тхов; Interlingua: tecto; Irish: díon, ceann; Italian: tetto; Iu Mien: biauv-ngorh; Japanese: 屋根; Javanese: empyak; Kannada: ಛಾವಣಿಯ; Kashubian: dak; Kazakh: шатыр, төбе; Khinalug: гис; Khmer: ដំបូល; Korean: 지붕; Kurdish Central Kurdish: بان, سەربان; Northern Kurdish: ban; Kyrgyz: чатыр; Lao: ຫຼັງຄາ; Latgalian: jumts; Latin: tectum; Latvian: jumts; Limburgish: daak; Lithuanian: stogas; Livonian: katūks; Lombard: tècc; Lun Bawang: afo; Macedonian: покрив; Malagasy: tafo; Malay: atap, bumbung; Jawi: اتڤ, بومبوڠ; Malayalam: മേൽക്കൂര; Maltese: saqaf; Manchu: ᠣᠶᠣ; Mansaka: atup; Maore Comorian: utro; Maori: tuanui; Marathi: छत; Moksha: кудбря; Mongolian Cyrillic: дээвэр; Mongolian: ᠳᠡᠭᠡᠪᠦᠷ; Nanai: гуичэ; Navajo: hooghan bikááʼ; Nepali: छाना; Ngazidja Comorian: paa, triho; Norman: lief; North Frisian: taag; Northern Sami: dáhkki; Norwegian Bokmål: tak; Nynorsk: tak; Occitan: teulat, tech; Old Church Slavonic Cyrillic: стрѣха; Old East Slavic: кровъ, стропъ; Old English: hrōf, þæc; Oriya: ଛାତ, ପକା; Ossetian: уӕлхӕдзар; Pacoh: mpuông; Palauan: chado; Pashto: بام; Persian: بام; Plautdietsch: Dak; Polish: dach; Portuguese: telhado; Punjabi: ਛੱਤ; Quechua: gata, wasi qhatana; Rohingya: sal; Romanian: acoperiș; Romansch: tetg, tet; Russian: крыша, кров, строп, стреха; Sango: li tî da; Sanskrit: छदि; Sardinian Campidanese: crabetura; Logudorese: cobertura; Nuorese: teulada; Scottish Gaelic: mullach; Serbo-Croatian Cyrillic: кро̏в; Roman: krȍv; Sicilian: tettu; Sinhalese: ඡදන; Slovak: strecha; Slovene: streha; Sorbian Lower Sorbian: kšywo; Upper Sorbian: třěcha; Spanish: tejado, techo; Swahili: paa; Swedish: tak; Tagalog: atip, bubong; Tajik: бом; Talysh: بون; Tamil: கூரை; Tatar: түбә; Tausug: atup; Telugu: కప్పు; Thai: หลังคา; Tibetan: ཐོག།; Tigrinya: ናሕሲ; Tocharian B: ṣim; Turkish: çatı, örtü, dam; Turkmen: üçek, tamyň üsti; Tuvan: крыша; Ugaritic: 𐎂𐎂; Ukrainian: дах, криша, стрі́ха, покрі́вля; Urdu: چھت; Uyghur: ئۆگزە; Uzbek: tom, tim; Venetian: cuèrt, cuerto, coverto, coerto; Vietnamese: mái nhà, mái; Vilamovian: dāh; Volapük: nuf; Walloon: toet; Welsh: to; White Hmong: ruv; Yagnobi: бом; Yakan: sapew; Yiddish: דאַך; Zazaki: bon, serni; Zulu: uphahla