ἀμφιπίπτω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
poet. ἀμφιπερι-πίτνω, fall upon and embrace, embrace eagerly, c. acc., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od.8.523, cf. Parth.15.2; ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ E.Supp.278: c. dat., οὔτ' ἀμφιπίπτων στόμασιν embracing so as to kiss, S.Tr.938; fall over, προβάτοις Parth.8.4: metaph., take to one's heart, ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον Pi.O.10(11).98.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de pers. caer en brazos de, abrazar γυνὴ ... φίλον πόσιν Od.8.523, ἀσπασίως πολιὴν τροφόν A.R.1.270
•fig. amar κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν Pi.O.10.98.
2 c. dat. caer en ὅτε ζηλήμονι νούσῳ ἀμφιπέσῃ Q.S.9.349, προβάτοις συνδεδεμένοις Parth.7.4, abs. δόχμιαι ἀμφιπεσόντες dejándose caer de lado Opp.H.4.599
•caer, echarse sobre ὕπνος δέ οἱ ὄσσ' ἐκάλυψε νήδυμος ἀμφιπεσών Q.S.1.124
•ἀμφιπίπτων στόμασιν besando S.Tr.938
•c. dat. instrum. abrazar con ἀμφιπεσόντος ὀλισθηροῖς μελέεσσιν del pulpo, Opp.H.2.272, abs. ἀλλ' ἔχει ἀμφιπεσών la retiene atenazándola (el pulpo a la langosta), Opp.H.2.399.
German (Pape)
[Seite 142] (s. πίπτω), um jemand herfallen, ihn umarmen, πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od. 8, 523; στόμασι Soph. Tr. 934; Pind. Λοκρῶν ἔθνος ἀμφέπεσον, mit Liebe umfassen, Ol. 11, 98.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀμφέπεσον;
se jeter autour de, embrasser.
Étymologie: ἀμφί, πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπίπτω: ἐπιπίπτω καὶ περιπτύσσομαι θερμῶς, ἐναγκαλίζομαι μετὰ ζέσεως, μετ’ αἰτ., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Ὀδ. Θ. 523· οὕτω (κατὰ ποιητ. τύπον) ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ Εὐρ. Ἱκ. 278· μετὰ δοτ. ἀμφιπίπτων στόμασιν (= χείλεσιν), καταφιλῶν τὰ χείλη (αὐτῆς), Σοφ. Τρ. 938: - μεταφ., ὡς τὸ Λατ. amplector, ἀσπάζομαι, χαιρετίζω, κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφεπέσον μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων, περιεπτυξάμην (ἐν τῇ ᾠδῇ μου) τὸ κλυτὸν ἔθνος τῶν Λοκρῶν περιρραίνων τὴν εὔανδρον πόλιν διὰ μέλιτος, Πινδ. Ο 10 (11.) 118.
English (Autenrieth)
fall about, only aor. part., γυνή πόσιν ἀμφιπεσοῦσα, ‘falling upon (and embracing) the body’ of her lifeless husband, Od. 8.523†.
Greek Monolingual
ἀμφιπίπτω (και ποιητ. -πίτνω) (Α)
1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά
2. ασπάζομαι, χαιρετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πίπτω.
Greek Monotonic
ἀμφιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ ἀμφ-έπεσον, περιτυλίγω, περιπτύσσω δηλ. αγκαλιάζω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., ἀμφιπίπτων στόμασιν, αγκαλιάζω για να φιλήσω, εναγκαλίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπίπτω:
1) относиться с любовью, обнимать (τινά Hom.; τὸ γόνυ τινός Eur.): ἀ. στόμασιν Soph. прильнуть устами, горячо целовать;
2) относиться с любовью, любить (τινά Pind.).
Middle Liddell
to fall around, i. e. to embrace, c. acc., Od.; c. dat., ἀμφιπίπτων στόμασιν embracing so as to kiss, Soph.