ἀναπλέκω

From LSJ
Revision as of 12:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλέκω Medium diacritics: ἀναπλέκω Low diacritics: αναπλέκω Capitals: ΑΝΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: anaplékō Transliteration B: anaplekō Transliteration C: anapleko Beta Code: a)naple/kw

English (LSJ)

A enwreath, entwine, ὅρμοισι χέρας Pi.O.2.74; ἀ. τὰς τρίχας Poll.2.35:—Pass., IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C., in form ἀμπλ-), ib.5(2).514.10 (Lycosura):—Med., braid one's hair, Luc. Nav.3. 2 metaph., ἀ. ῥυθμόν AP11.64 (Agath.). 3 ἀναπεπλεγμένοι closely engaged, Plu.Brut.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπλ- Mesom.2.12
I entrelazar, trenzar c. ac. ἄνθεμα ... ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους Pi.O.2.74, τὰς τρίχας Polyaen.8.26, Poll.2.35, de los rayos del sol περὶ νῶτον ... οὐρανοῦ ἀκτῖνα ... ἀμπλέκων Mesom.2.12
en v. pas. IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), 5(2).514.10 (Licosura)
fig. ῥυθμὸν ἀνεπλέκομεν AP 11.64 (Agath.), διαλόγους D.H.Comp.p.133.6, ὕμνον Nonn.D.48.190.
II en v. med.
1 trenzarse el pelo Luc.Nau.3
c. ac. int. κρωβύλους D.H.Th.19.
2 mezclarse, combinarse ἀναπλέκεσθαι δὲ μᾶλλον γαληνότητι τὸν θυμόν Cyr.Al.M.70.1401D
en part. perf. entremezclados, aglomerados οἱ δ' ἀφειδῶς ἀναπεπλεγμένοι Plu.Brut.17, cf. Cyr.Al.M.75.528D.

German (Pape)

[Seite 202] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).

French (Bailly abrégé)

enlacer, tresser.
Étymologie: ἀνά, πλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω περί τι, περικοσμῶ, περιστέφω, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας Πολυδ. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, πλέκω τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον ὀπίσω, - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.

English (Slater)

ἀναπλέκω entwine ἄνθεμα, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (O. 2.74)

Greek Monolingual

ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω)
1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ
2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω»
(νεοελλ
1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά
2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω
αρχ.
1. πλέκω γύρω από κάτι, συμπλέκω
2. παθ. εμπλέκομαι, συμπλέκομαι.

Greek Monotonic

ἀναπλέκω: μέλ. -ξω,
1. περιστεφανώνω, σε Πίνδ. — Μέσ., πλέκω τα μαλλιά μου, σε Λουκ.
2. μεταφ. λέγεται για τη σύνθεση στίχων, σε Ανθ.
3. Παθ., ἀναπεπλεγμένος, στενά συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλέκω:
1) обвивать (ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind.);
2) med. (sc. κόμην) заплетать себе волосы (οἱ παῖδες ἀναπλέκονται Plut.);
3) перен. плести, сочинять (ῥυθμόν Anth.).

Middle Liddell


1. to enwreath, Pind.:—Mid. to braid one's hair, Luc.
2. metaph. of writing verses, Anth.
3. Pass., ἀναπεπλεγμένοι closely engaged, Plut.