ἐντευκτικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντευκτικός Medium diacritics: ἐντευκτικός Low diacritics: εντευκτικός Capitals: ΕΝΤΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enteuktikós Transliteration B: enteuktikos Transliteration C: entefktikos Beta Code: e)nteuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, affable, Plu.Alc.13, 2.9f.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de pers. afable, sociable, de trato agradable ἐ. γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει Plu.Alc.13, τοὺς υἱοὺς ... ἐντευκτικοὺς ... εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους Plu.2.10a.
2 ret. apropiado para el diálogo o el trato privado, de un tipo de discurso popular, coloquial c. dat. προστιθεὶς τῷ δημηγορικῷ καὶ τῷ δικανικῷ τὸν ἐντευκτικὸν ἅπασιν añadiendo al discurso político y al forense el de la conversación con todos Dem.Phal.157
de la técnica ret. que favorece el encuentro o el contacto c. gen. obj. ἡ διάθεσις ἡ τῶν κοινῶν καὶ στοιχειωδῶν ἐντευκτική la disposición que favorece el encuentro con las cosas comunes y fundamentales Phld.Rh.2.125Aur.
3 de documentos petitorio, rogativo ἐντευκτικοὺς λιβέλλους ἐπέδωκεν Pall.V.Chrys.1.168, 7.118, διδασκαλίας CSyr.(518-9) Act.p.102.20.

German (Pape)

[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut aborder facilement, d'un commerce facile.
Étymologie: ἐντυγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.

Greek Monolingual

ἐντευκτικός, -ή, -όν (Α)
1. ευπροσήγορος
2. ικετευτικός, παρακλητικός.

Greek Monotonic

ἐντευκτικός: -ή, -όν, ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντευκτικός: доступный, общительный, обходительный (ἐ. καὶ πιθανός Plut.).

Middle Liddell

ἐντευκτικός, ή, όν
affable, Plut. [from ἔντευξις