περιμετρέω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
measure all round, Luc.Icar.6, Nav.12.
German (Pape)
[Seite 583] rings herum messen (?).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer tout autour.
Étymologie: περί, μετρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιμετρέω [περίμετρος] rondom meten.
Russian (Dvoretsky)
περιμετρέω: производить обмер, измерять (τὸ μέγεθός τινος Luc.).
Greek Monotonic
περιμετρέω: μέλ. -ήσω, μετρώ ολόγυρα, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιμετρέω: μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.