συλλαλέω

From LSJ
Revision as of 00:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰλέω Medium diacritics: συλλαλέω Low diacritics: συλλαλέω Capitals: ΣΥΛΛΑΛΕΩ
Transliteration A: syllaléō Transliteration B: syllaleō Transliteration C: syllaleo Beta Code: sullale/w

English (LSJ)

talk with or together, τινι PCair.Zen.315.2 (iii B.C.), PHib.1.66.4 (iii B.C.), LXXEx.34.35, Plb.4.22.8; μετά τινος Ev.Matt. 17.3, etc.; πρός τινα Ev.Luc.4.36; ἐπαχθέντες ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπὲρ ἁπάντων OGI229.23 (Smyrna, iii B.C.); ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Plb.1.43.1.

German (Pape)

[Seite 975] mit, zugleich, zusammen reden, τινί, Pol. 4, 22, 8 u. Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler ensemble ou avec, τινι, πρός τινα, μετά τινος.
Étymologie: σύν, λαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλ-λαλέω praten met, een gesprek hebben met, met μετά + gen., met πρός + acc.

Russian (Dvoretsky)

συλλαλέω: беседовать, вести беседу или переговоры (τινι ὑπέρ τινος Polyb.; τινι, μετά τινος и πρὸς ἀλλήλους NT).

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰλέω: λαλῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι Πολύβ. 4. 22, 8· ἐπὶ τὸν δῆμον ὑπέρ τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 1337. 23· μετά τινος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 3, κτλ.· πρός τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 36· ὑπὲρ τοῦ ἐνδοῦναι Πολύβ. 1. 43, 1.

English (Strong)

from σύν and λαλέω; to talk together, i.e. converse: commune (confer, talk) with, speak among.

English (Thayer)

(T WH συνλαλέω (cf. σύν, II. at the end; Tdf. Proleg., p. 76)), συλλάλω; imperfect 3rd person plural συνελάλουν; 1st aorist συνελάλησα; to talk with: τίνι, with one, Polybius 4,22, 8); μετά τίνος, πρός ἀλλήλους (R. V. spake together one with another), Winer's Grammar, § 52,4, 15.)

Greek Monotonic

συλλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή συζητώ με κάποιον άλλο, συνομιλώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ήσω
to talk or converse with another, NTest.

Chinese

原文音譯:sullalšw 需而-拉累哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:共同-說 相當於: (דָּבַר‎) (שִׂיחַ‎)
字義溯源:商量,說話,談話,問;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成。比較: (συνομιλέω)=互相交談
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(3);徒(1)
譯字彙編
1) 說話(2) 太17:3; 可9:4;
2) 同⋯說話(1) 路9:30;
3) 商量了(1) 徒25:12;
4) 商量(1) 路22:4;
5) 問(1) 路4:36