φοιταλέος
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Or.327 (lyr.):—A roaming wildly about, Mosch.2.46, Opp.H.1.45; φοιταλέαι distraught, AP9.603 (Antip.) II Act., maddening, κέντρα A.Pr.598 (lyr.); λύσσα E. l.c.; μάστιξ Opp.H. 2.513.—Poet. word.
German (Pape)
[Seite 1297] auch zweier Endgn, herumirrend, herumschweifend, bes. im Wahnsinn, Eur. Hipp. 143; dah. übh. wahnsinnig, λύσσα Or. 327, u. sp. D., Nonn. D. 9, 49; φοιταλέοι Antp. Sid. 70 (IX, 603); vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 55. – Auch akt., herumirren machend, in die Irre herumtreibend, χρίουσα κέντροις φοιταλέοισιν Aesch. Prom. 603, μάστιξ Opp. Hal. 2, 513.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
qui fait courir çà et là, qui rend furieux.
Étymologie: φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
φοιτᾰλέος: и
1) блуждающий в безумии, мечущийся в неистовстве (Διωνύσοιο θεραπνίδες Anth.);
2) заставляющий блуждать, гоняющий с места на место (κέντρα Aesch.; λύσσα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φοιτᾰλέος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ὀρ. 326· ― ὁ ἀγρίως περιπλανώμενος τῇδε κἀκεῖσε, ὁ μανιωδῶς πορευόμενος, Μόσχ. 2. 46, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 45· φοιταλέαι, μανιώδεις, Ἀνθ. Π. 9. 603· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων, προξενῶν μανίαν, κέντροισι φοιταλέοις Αἰσχύλ. Πρ. 599· λύσσα Εὐρ. Ὀρ. 326· μάστιξ Ὀππ. Ἀλ. 2. 513. ― Ποιητ. λέξις.
Greek Monolingual
-έα, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία
2. (κατ' επέκτ.) μανιώδης, παράφρων
3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, λυσσ-αλέος)].
Greek Monotonic
φοιτᾰλέος: -α, -ον και -ος, -ον (φοιτάω)·
I. αυτός που περιπλανιέται στην ερημιά, σε Μόσχ.
II. Ενεργ., αυτός που προξενεί μανία, μανιώδης, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
φοιτᾰλέος, η, ον, φοιτάω
I. roaming wildly about, Mosch.
II. act. driving madly about, maddening, Aesch., Eur.