ἐπισκυθίζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
pour out drink in Scythian fashion, i.e.with unmixed wine, Hdt.6.84, Chamael. ap. Ath.10.427c.
German (Pape)
[Seite 980] nach scythischer Sitte ungemischten Wein nach der Mahlzeit zu trinken geben, Her. 6, 84; vgl. Ath. X, 427 b.
French (Bailly abrégé)
boire comme un Scythe, càd copieusement.
Étymologie: ἐπί, σκυθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκῠθίζω: наливать вино по-скифски (т. е. не разбавляя водой) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκυθίζω: μέλλ. -ῐῶ, πίνω τὸν οἶνον κατὰ τὸν Σκυθικὸν τρόπον, δηλ. πίνω αὐτὸν ἄκρατον, ἀκρατοποτῶ, ζωρότερον πίνω, Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀθήν. 427Β κἑξ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 45.
Greek Monolingual
ἐπισκυθίζω (Α) σκυθίζω
πίνω κρασί ανέρωτο, σαν να είμαι Σκύθης.
Greek Monotonic
ἐπισκῠθίζω: μέλ. -ιῶ, πίνω κρασί σύμφωνα με τον Σκυθικό τρόπο, δηλ. μη αναμεμειγμένο με νερό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ιῶ
to ply with drink in Scythian fashion, i. e. with unmixed wine, Hdt.