ἠρεμία

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμία Medium diacritics: ἠρεμία Low diacritics: ηρεμία Capitals: ΗΡΕΜΙΑ
Transliteration A: ēremía Transliteration B: ēremia Transliteration C: iremia Beta Code: h)remi/a

English (LSJ)

ἡ, A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.202a4; ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph.988b4, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46. 2 of the mind, quietude, ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def.412a, cf. Arist.de An.406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠρεμίας ὑμῶν leaving you entirely at rest, v.l. for ἐρημίας, D.13.8 (ἠρεμίη κοίτης is perhaps a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11).

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, Ruhe, Gelassenheit; ψυχῆς Plat. Defin. 412 a; neben ἡσυχία Dem. 13, 9, v.l. ἐρημία; Ggstz von κίνησις Arist. Eth. 7, 14; καὶ ἀπάθεια 2, 3; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme, tranquillité, repos.
Étymologie: *ἠρεμής.

Russian (Dvoretsky)

ἠρεμία:
1) покой, неподвижность: ᾧ ἡ κίνησις ὑπάρχει, τούτῳἀκινησία ἠ. Arst. чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой;
2) покой, спокойствие, мир (ψυχῆς Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμία: ἡ, ἡσυχία, ἀταραξία, ἀντίθ. κίνησις, = ἀκινησία, Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. ἡμερία.

Greek Monolingual

η (AM ἠρεμία) ήρεμος
1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη
2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση
νεοελλ.
φυσ. κατάσταση ενός σώματος του οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς.

Greek Monotonic

ἠρεμία: ἡ, ησυχία, αταραξία, ακινησία· ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν, σε Δημ.

Middle Liddell

ἠρεμία, ἡ,
rest, quietude, ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν leaving you at rest, Dem.