βούπαις
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
αιδος, ὁ, A big boy, Ar.V.1206, Eup.402, A.R.1.760, BCH 47.85 (Philippi), Agath.2.14(pl.). II child of the ox, = βουγενής, of bees, in allusion to their fabulous origin, AP7.36 (Eryc.). III a fish (nisi leg. ἰσχυρός), Hsch. IV = βουκόλος, Suid.
Spanish (DGE)
-παιδος, ὁ
I 1niño grande, mozalbete en la edad de ir todavía a la escuela, Ar.V.1206, Eup.437, A.R.1.760, SEG 2.424.4 (Filipos, imper.), Corn.ND 32, Agath.2.14.10, Moer.89, Sch.D.T.378.15.
2 hijo de la vaca o el buey de las abejas (por considerarlas nacidas del cadáver de una res) AP 7.36 (Eryc.).
3 boyero Sud.
II ict., n. de un pez Hsch. (pero cf. βόωψ).
German (Pape)
[Seite 459] ὁ, 1) ein großer Junge, Eupol. bei Poll. 2, 9; Ar. Vesp. 1206; Ap. Rh. 1, 760. – 2) = βουγενής, Eryc. (VII, 36).
French (Bailly abrégé)
1παιδος (ὁ) :
jeune garçon.
Étymologie: βου-, παῖς.
2παιδος (ὁ, ἡ)
né d'un bœuf.
Étymologie: βοῦς, παῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούπαις -αιδος, ὁ βου-, παῖς puber, opgeschoten jongen.
Russian (Dvoretsky)
βούπαις: παιδος adj. Anth. = βουγενής.
παιδος ὁ большой мальчик Arph.
Middle Liddell
[bou-, pai=s]
I. a big boy, Ar.
II. (βοῦς, παῖς) child of the ox, of bees, in allusion to their fabulous origin, Anth.
Greek Monolingual
βούπαις, ο (Α)
1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο
2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.].
Greek Monotonic
βούπαις: -αιδος, ὁ (βου-, παῖς),
I. μεγάλο παιδί, σε Αριστοφ.
II. (βοῦς, παῖς), παιδί του βοδιού (το μοσχάρι)· λέγεται για τις μέλισσες, με υπαινιγμό στη μυθολογούμενη καταγωγή τους, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βούπαις: -αιδος, ο μέγας παῖς, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 95. ΙΙ. τέκνον τοῦ βοός, =βουγενής, ἐπὶ τῶν