πρεσβυτέριον
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
or πρεσβῠ-εῖον, τό, A council of elders, presbytery, Ev.Luc.22.66, Act.Ap.22.5, 1 Ep.Ti.4.14. II honour or privilege of an elder, Thd.Su.50.
German (Pape)
[Seite 699] τό, Versammlung oder Rath der Aelteren, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Conseil des Anciens NT.
Étymologie: πρεσβύτερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεσβυτέριον -ου, τό [πρεσβύτερος] raad van oudsten. NT.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβυτέριον: τό
1 совет старейшин NT;
2 священники, духовенство NT.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of πρεσβύτερος; the order of elders, i.e. (specially), Israelite Sanhedrin or Christian "presbytery": (estate of) elder(-s), presbytery.
English (Thayer)
πρεσβυτερίου, τό (πρεσβύτερος, which see), body of elders, presbytery, senate, council: of the Jewish elders (see συνέδριον, 2), Daniel, Theod. at the beginning); of the elders of any body (church) of Christians, πρεσβύτερος, 2b.)).
Greek Monotonic
πρεσβῠτέριον: ή -εῖον, τό, συμβούλιο πρεσβύτερων, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠτέριον: ἢ -εῖον, τό, συμβούλιον πρεσβυτέρων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβϳ, 66, Πράξ. Ἀποστ. κβϳ, 5, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 14. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ πρεσβυτέρου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἐκκλ. ΙΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα οἱ πρεσβύτεροι συνήρχοντο, Συλλ. Ἐπιγρ. 8832.
Middle Liddell
πρεσβῠτέριον, ορ -εῖον, ου, τό, [from πρέσβυς
a council of elders, NTest.
Chinese
原文音譯:presbutšrion 普雷士畢帖里按
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的(身分)
字義溯源:長老的職務,長老會議,長老,眾長老;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 長老(3) 路22:66; 徒22:5; 提前4:14