φορύνω

From LSJ
Revision as of 11:52, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορύνω Medium diacritics: φορύνω Low diacritics: φορύνω Capitals: ΦΟΡΥΝΩ
Transliteration A: phorýnō Transliteration B: phorynō Transliteration C: foryno Beta Code: foru/nw

English (LSJ)

[ῡ], defile, spoil, only impf. Pass., σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od.22.21; λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Q.S.2.356, cf. 3.604.

German (Pape)

[Seite 1301] = φύρω, eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.

French (Bailly abrégé)

seul. Pass. impf. ἐφορυνόμην;
mêler, faire un mélange.
Étymologie: cf. φύρω.

Russian (Dvoretsky)

φορύνω: (ῡ) Hom. = φορύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

φορύνω: [ῠ], ὡς τὸ μολύνω, μολύνω, κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. φορύσσω.

English (Autenrieth)

(φύρω): only pass. ipf. φορύνετο, was defiled, Od. 22.21†.

Greek Monolingual

Α
παθ. φορύνομαι
λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύνω (< φορῠνjω] έχει σχηματιστεί από θ. φορῠ- με έρρινο ένθημα -ν- και ενεστ. επίθημα - (πρβλ. βαρύς: βαρύνω). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. φορύσσω όσο και ο τ. φορυτός. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. γόνυ και δόρυ. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μορφής bher-w- της ρίζας του τ. φρέαρ ή ότι έχει σχηματιστεί με ανομοίωση από θ. φυρυ- του φύρω, που ανάγεται επίσης στην ίδια ρίζα, ενώ η σύνδεση του με τα ρ. φέρω και φορῶ προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

φορύνω: [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι χαλασμένος, μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

φορύ¯νω, only in imperf. pass.]
to be spoiled, defiled, Od. [deriv. uncertain]