ἀνδροφόνος

From LSJ
Revision as of 17:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροφόνος Medium diacritics: ἀνδροφόνος Low diacritics: ανδροφόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: androphónos Transliteration B: androphonos Transliteration C: androfonos Beta Code: a)ndrofo/nos

English (LSJ)

ον, A man-slaying, Homeric epithet of Hector, Il.24.724, etc.; of Achilles, χεῖρες ἀ. 18.317; homicide, Pl.Phd.114a; generally, murderous, ἀ. τὴν φύσιν Theopomp.Hist.217:—rarely exc. of slaughter in battle, but in Od.1.261 φάρμακον ἀ. a murderous drug:—epithet of αῖμα, Orph.H.65.4. 2 of women, murdering their husbands, Pi.P.4.252. II as law-term, one convicted of manslaughter, homicide, Lys.10.7, D.23.29, cf. ib.216:—hence as a term of abuse, τοὺς ἀ. ἰχθυοπώλας Ath.6.228c, cf. Amphis 30. III ἀ. Κῶνος, a landmark at Athens, IG3.61 Aii 15.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): arc. ἀνδραφόνος Sol.Lg.3; dór. ἀνδρεφόνος Hdn.Gr.2.418
I 1matador de hombres epít. elogioso o simplemente descriptivo, de Héctor Il.24.724, Hes.Fr.141.29, χεῖρες Il.18.317, φάρμακον Od.1.261, μελίη Hes.Sc.420, cf. Tyrt.1.52, Ἄρης Hes.Sc.98, ἐν ὑσμίναις ... ἀνδροφόνοις IGBulg.12.344.4 (Mesembria I a.C.), cf. Hdn.Gr.l.c.
2 asesino Sol.l.c., τὰς ἀνδροφόνους ... Ἰλιάδας E.Hec.1062, ἀ. γενόμενος Pl.Euthphr.9a, cf. Phd.114a, Lg.916c, Lys.10.7, 13.82, D.20.158, 23.29, 46, 216, Arist.Mir.832a18, ἡ ἐξαίτησις τῶν ἀ. IPr.121.26 (I a.C.), cf. OGI 218.99, Plu.2.1065f, LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.9, SB 12087B.4 (II d.C.), Theopomp.Hist.225, Plb.13.6.4, Luc.Asin.21, Pisc.14
El Asesino tít. de una comedia de Filemón, Ath.663f
de otra de Batón, Ath.163b.
3 asesino, malhechor como insulto τοὺς ἀ. ἰχθυοπώλας Ath.228c, cf. Amphis 30.
II que mata al marido γυναικῶν ἀνδροφόνων Pi.P.4.252.
III ἀ. Κῶνος un mojón en Atenas IG 22.2776A.51.

German (Pape)

[Seite 219] Männer tödtend, Hektor, Il. 1, 242 u. sonst; χεῖρες 18, 317; μελίη, die Lanze, Hes. Sc. 420; φάρμακον Od. 1, 261. Bei Pind. P. 4, 252 Λήμνιαι γυναῖκες, die Mörderinnen ihrer Ehemänner; vgl. Eur. Hec. 1061; φροντίς Pallad. 139 (IX, 378). – Subst., der Mörder, Plat. Euthyd. 9 a; Lys. 10, 6; vgl. bes. Dem. 23, 29 ff.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροφόνος:
1 человекоубийственный, губительный, смертоносный (Ἓκτωρ, χεῖρες, φάρμακον Hom.; μελίη Hes.);
2 убивающая мужа (γυναῖκες Pind.).
II ὁ человекоубийца Lys., Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροφόνος: -ον, (*φένω) ὁ ἄνδρας φονεύων, Ὁμηριακὸν ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 724 κτλ.· τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 317: - ἐν Ὀδ. Α. 261, φάρμακον ἀνδρ. = φονικὸν φάρμακον: - ἐν γένει ὡς ἐπίθετον πολλῶν λέξεων, π.χ.: ἀνδροφόνος μελίη, φροντίς, σιωπή, σίδηρος, κτλ. 2) ἐπὶ γυναικῶν φονευσασῶν τοὺς ἄνδρας αὐτῶν, Λαμνιᾶν τ᾽ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων Πινδ. Π. 4. 449. ΙΙ. ὡς ὄρος νομικός, ὁ ἀποδειχθεὶς ἔνοχος ἀνθρωποκτονίας, ἀνθρωποκτόνος, Λυσ. 116. 38, Πλάτ. Φαίδων 114Α, Δημ. 629 ἐν τέλ.: - Ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθετον καταχραστοῦ, πρὸς τοὺς ἀνδροφόνους ἰχθυοπώλας Ἀθήν. 228C, Ἄμφιν ἐν «Πλάνῳ» 1. 8. καὶ αὐτόθι Meineke.

English (Autenrieth)

(root φεν): man-slaying; φάρμακον, ‘deadly,’ Od. 1.261.

English (Slater)

ἀνδροφόνος, -ον murdering their husbands Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252)

English (Strong)

from ἀνήρ and φόνος; a murderer: manslayer.

English (Thayer)

ἀνδροφονου, ὁ, a manslayer: Homer, Plato, Demosthenes, others) (Cf. φονεύς.)

Greek Monolingual

ἀνδροφόνος, -ον (Α)
1. εκείνος που φονεύει άνδρες, φονικός, θανατηφόρος
2. δολοφόνος
3. (για γυναίκα) η συζυγοκτόνος.

Greek Monotonic

ἀνδροφόνος: -ον (ἀνήρ, *φένω),
I. 1. δολοφόνος ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ.
II. ως δικανικός όρος, κάποιος που καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, ένοχος ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

ἀνήρ, *φένω
I. man-slaying, Il.
2. of women, murdering husbands, Pind.
II. as law-term, one convicted of manslaughter, a homicide, Plat., Dem.

Chinese

原文音譯:¢ndrofÒnoj 安得羅-賀挪士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:人-謀殺(者)
字義溯源:謀殺犯,殺人的;由(ἀνήρ)*=人)與(φόνος)=謀殺)組成;而 (φόνος)出自(φαιλόνης / φελόνης)X*=殺)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 殺人的(1) 提前1:9

English (Woodhouse)

murderer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)