μεταλαβαίνω

Revision as of 18:44, 10 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) λαβαίνω/ λαμβάνω
1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ
νεοελλ.
1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον
2. καλώ με απεσταλμένο μου ιερέα για να κοινωνήσει ετοιμοθάνατο («ευτυχώς που προλάβαμε και τον μεταλάβαμε»)
μσν.
1. (και μέσ.) μεταλαμβάνομαι
λαμβάνω την Αγία Μετάληψη
2. φρ. «μεταλαμβάνω πεῖραν» — αποκτώ εμπειρία, δοκιμάζω
μσν.-αρχ.
1. παίρνω μέρος από κάτι («ἀμεινόμενος μοίρας μεταλαμβάνει», Πλάτ.)
2. γεύομαι κάτι (α. «τῆς ληίης μεταλαμβάνει», Ηρόδ.
β. «μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει», ΚΔ)
αρχ.
1. (στον Πλάτωνα και στους πλατωνικούς φιλοσόφους) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάτι άλλο
2. λαμβάνω κάτι («μετέλαβε..., οὐδὲ διακοσίας ψήφους ὁ Σπεύσιππος», Ανδοκ.)
3. μοιράζομαι ή έχω μαζί με κάποιον κάτι, («καὶ ἤδη ἔργον σοῦ ἦν μεταλαβεῖν», Ξεν.)
4. κατηγορώ κάποιον ως ένοχο («ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν», Αριστοφ.)
5. πληροφορούμαι, παίρνω είδηση, μαθαίνω κάτι («μεταλαβών Άντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων», ΠΔ)
6. αντιλαμβάνομαι, νιώθω
7. παίρνω κάτι μετά από έναν άλλο
8. καταλαμβάνω θέση που εγκαταλείφθηκε από τον εχθρό
9. έρχομαι κατόπιν, επέρχομαι (ἅμα δὲ τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός», Πολ.)
10. παίρνω σε αντάλλαγμα, ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλοἄλλο γὰρ ὄνομα μετείληφεν ἀντὶ τῆς ἡδονής», Πλάτ.)
11. αποδέχομαι κάτι νέο στη θέση του προηγουμένου
12. μεταφράζω σε άλλη γλώσσα
13. (μέσ.-παθ.) α) (με γεν.) διεκδικώ κάτι, εγείρω αξιώσεις για κάτι («τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί», Ηρόδ.)
β) υφίσταμαι αλλαγή, μεταβάλλομαι
γ) (για τον λόγο) αλλοιώνομαι, έχω αλλοιωμένη σύνταξη
δ) (για τους χυμούς του αίματος) μεταφέρομαι, μετατοπίζομαι
ε) διαστρέφω άσμα, πεζό ή προφορικό λόγο, παρωδώ
14. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μεταλαμβανόμενον
(λογ.) η πρόταση που μεταβάλλεται από υποθετική σε κατηγορική
15. εκλαμβάνω λέξεις με άλλη σημασία
16. φρ. α) «μεταλαμβάνω τὴν ἀρχήν» — διαδέχομαι στην εξουσία
β) «μεταλαμβάνω τὸν λόγον»
i) παίρνω τον λόγο μετά από άλλον ομιλητή
ii) αποκρίνομαι
γ) «μεταλαμβάνω παλτόν» — παίρνω άλλο ακόντιο
17. (η μτχ. μέσ. μέλλ. ως ουσ.) οἱ μεταληψόμενοι
οι διάδοχοι πάπ..