τριήραρχος

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐήραρχος Medium diacritics: τριήραρχος Low diacritics: τριήραρχος Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: triḗrarchos Transliteration B: triērarchos Transliteration C: triirarchos Beta Code: trih/rarxos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ, A captain of a trireme, Hdt.8.93, Ar.Th.837 (troch.), Th.4.11, 7.70, X.HG1.1.25, OGI773.5 (Ios, iv B. C.), IG22.1631.343 (iv B. C.), 884.11 (iii/ii B. C.), BGU1744.11 (i B. C.), POxy.1508.4 (ii A. D.), etc. II trierarch, one who (singly or jointly with other citizens) had to fit out a trireme for the public service, Ar.Ach.546, Th.6.31, 7.13, IG12.304.36, al., 22.1.27, 1609.57, 1612.133, 1629.3, 183, etc.— τριηράρχης is a later form, meaning naval commander in general, Gal. Thras.47.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
triérarche;
1 commandant d'une trière;
2 à Athènes citoyen riche tenu d'équiper une trière à ses frais ou à frais avec d'autres.
Étymologie: τριήρης, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριήραρχος -ου, ὁ [τριήρης, ἄρχω] triërarch (commandant of financier van een triëre).

Russian (Dvoretsky)

τριήραρχος: ὁ триерарх
1) командир триеры Her., Thuc., Xen.;
2) командующий триерами, т. е. флотом Polyb.;
3) в Афинах - лицо, обязанное снарядить на свой счет триеру для государства Thuc., Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να εξοπλίσει τριήρη και να την κυβερνήσει ο ίδιος ή αντικαταστάτης του
αρχ.
ο κυβερνήτης τριήρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -αρχος].

Greek Monotonic

τριήραρχος: ὁ,
I. κυβερνήτης τριήρους, σε Ηρόδ., Αττ.
II. στην Αθήνα, τριήραρχος καλούνταν ο πολίτης, ο οποίοςμόνος ή από κοινού με άλλους) όφειλε να εξοπλίσει τριήρη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Αριστοφ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τριήραρχος: ὁ, ὁ κυβερνήτης τριήρους, τοῖσι Ἀθηναίων τριηράρχοισι Ἡρόδ. 8. 93· ἢ τριήραρχον πονηρὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 4. 11., 7. 70, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 25, κλπ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο τριήραρχοςπολίτης ὅστις (ἢ μόνος ἢ ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων) ὤφειλε νὰ ἐξοπλίσῃ τριήρη εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου ὢν ἅμα ὑπεύθυνος καὶ περὶ τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 546, Θουκ. 6. 31., 7. 13, κλπ. ― τριηράρχης εἶναι τύπος μεταγεν., Γαλην. τ. 6. σ. 39. ― Πρβλ. τριηραρχία ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τριήραρχος· τριήρους ἄρχων, ἤτοι πλοίων πολεμικῶν».

Middle Liddell

τριήρ-αρχος, ὁ,
I. the captain of a trireme, Hdt., Attic
II. at Athens, a trierarch, who had to fit out a trireme for the public service, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

captain of a trireme

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τριήρης + ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.

German (Pape)

ὁ, ältere Form von τριηράρχης; bei Thuc. schwankt der Akzent in τριηράρχων, 6.31 und sonst; Xen. Hell. 1.1.19, Oec. 2.8; s. Böckh ath. Staatsh. II p. 113.
Bei Her. 8.93 Befehlshaber einer Triere, wie Pol. 1.50.4.