κροῦσις
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
εως, ἡ, A striking, smiting, collision, αἱ πρὸς ἀλλήλας κ., of atoms, Epicur.Nat.Herc.1431.16; ἡ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plu. Aem.32; ποδὸς κρούσει χρώμενος spurring with the heel, of a rider, Id.Alex.6. 2 tapping or ringing of earthen vessels, to see whether they are sound: hence, generally, scrutiny, Suid. 3 metaph., of sophistical attempts to deceive, chicanery, Ar.Nu.318. 4 playing on a stringed instrument, Plu.Per.15, 2.1137b, etc.: generally, instrumental music, Plb.30.22.5; κρούσεις καὶ μέλη Phld.Mus. p.13 K.; παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν, of the recitative, ᾄδειν, of the air sung to the accompaniment of instrumental music, Plu.2.1141a; κ. ἡ ὑπὸ τὴν ᾠδήν heterophone accompaniment, ib.b.
German (Pape)
[Seite 1514] ἡ, das Schlagen, Klopfen; ποδός, ὅπλων, Plut. Alex. 6, Ael. N. A. 2, 10; das Anklopfen an irdene Gefäße, um am Klange zu hören, ob sie Risse haben, Schol. Ar. Nubb. 317; dah. übh. das Prüfen, Erproben. – Das Schlagen, Spielen eines Saiteninstruments, übh. das Vortragen eines Tonstücks auf einem Instrumente; Pol. 30, 13, 5; κροῦσις ὑπὸ τὴν ᾠδήν, Instrumentalbegleitung zum Gesange, Arist. probl. 19, 40; λέγεσθαι παρὰ τὴν κροῦσιν = recitativisch vortragen; ᾄδεσθαι παρὰ τὴν κροῦσιν soll ein choralmäßiges Singen sein, Plut. de musica 28. – Auch = der Betrug, s. κρουσιμετρέω; od. von der Wagschaale, die man herunterdrückt, hergenommen, E. M.; – auch von sophistischen Rednern, Schol. Ar. Nubb. 317.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de heurter, de choquer : ἡ πρὸς ἄλληλα κροῦσις τῶν ὅπλων PLUT choc des armes les unes contre les autres;
2 action de jouer d'un instrument à cordes ; p. ext. air de musique, d'où les loc. παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν PLUT dire le récitatif avec accompagnement de musique, p. opp. à παρὰ τὴν κροῦσιν ᾄδειν PLUT chanter les airs avec accompagnement de musique ; κροῦσις ὑπὸ τὴν ᾠδήν PLUT jeu d'instrument de musique pour accompagner un chant ; p. anal. artifice oratoire.
Étymologie: κρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροῦσις -εως, ἡ [κρούω] slag, stoot, het klepperen:. τῶν ὅπλων... τὴν πρὸς ἄλληλα κροῦσιν het tegen elkaar stoten van de wapens Plut. Aem. 32.7. muz. getokkel (op een muziekinstrument); overdr.: περίλεξιν καὶ κροῦσιν om de zaak heen draaien en bedrieglijk woordenspel Aristoph. Nub. 318.
Russian (Dvoretsky)
κροῦσις: εως ἡ
1 столкновение, удар (ἡ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plut.);
2 стук, топот (ποδός, sc. ἵππου Plut.);
3 игра на музыкальном инструменте (преимущ. струнном): παρὰ τὴν κροῦσιν ᾄδειν Plut. петь в сопровождении музыки; κ. ὑπὸ τὴν ᾠδήν Plut. музыкальное сопровождение песни;
4 (от мошеннического нажимания пальцем на весы), мошенничество, обман, (κ. καὶ κατάληψις Arph.).
Greek Monotonic
κροῦσις: -εως, ἡ (κρούω),
1. χτύπημα, πλήγμα, σε Πλούτ.
2. τρύπημα πήλινων αγγείων, για να διαπιστωθεί αν είναι ραγισμένα· μεταφ., απάτη, εξαπάτηση, απατεωνιά, σε Αριστοφ.
3. παίξιμο έγχορδου οργάνου, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κροῦσις: -εως, ἡ, (κρούω) τὸ κρούειν, κτυπεῖν, ἡ πρὸς ἄλληλα κρ. τῶν ὅπλων Πλουτ. Αἰμ. 32· ποδὸς κρούσει ἔδαφος, κτυπῶν διὰ τοῦ ποδός, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 6. 2) τὸ κρούειν πήλινα ἀγγεῖα χάριν δοκιμῆς μήπως εἶναι «ῥαγισμένα», καὶ καθόλου, ἀκριβὴς ἐξέτασις, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 317, Σουΐδ. 3) μεταφ., ἐπὶ σοφιστικῶν ἀποπειρῶν πρὸς ἀπάτην, ἀπάτη (κρούω 7), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) τὸ κρούειν ἔγχορδον ὄργανον, Πλουτ. Περ. 15., 2. 1137Β, κτλ.· ― ἀκολούθως καθόλου, ἐνόργανος μουσική, Πολύβ. 30. 13, 5· παρὰ τὴν κροῦσιν λέγειν ἐπὶ ἀπαγγελίας, ᾄδειν δὲ ἐπὶ ᾄσματος ἢ μελῳδίας ἐν συνοδείᾳ ἐνοργάνου μουσικῆς, Πλούτ. 2. 1141A· κροῦσις ὑπὸ τήν ᾠδήν, πλήρης ἐνόργανος συμφωνία, αὐτόθι.
Middle Liddell
κροῦσις, εως κρούω
1. a striking, smiting, Plut.
2. a tapping of earthen vessels, to see whether they ring sound: metaph. deception, cheatery, Ar.
3. a playing on a stringed instrument, Plut.