λιγύφθογγος

From LSJ
Revision as of 11:14, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγύφθογγος Medium diacritics: λιγύφθογγος Low diacritics: λιγύφθογγος Capitals: ΛΙΓΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: ligýphthongos Transliteration B: ligyphthongos Transliteration C: ligyfthoggos Beta Code: ligu/fqoggos

English (LSJ)

ον, clear-voiced, in Hom. always epithet of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.

German (Pape)

[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

λῐγύφθογγος:
1 звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2 громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3 звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).

English (Autenrieth)

loud-voiced, clearvoiced.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.

Greek Monotonic

λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.