νυμφίος

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφίος Medium diacritics: νυμφίος Low diacritics: νυμφίος Capitals: ΝΥΜΦΙΟΣ
Transliteration A: nymphíos Transliteration B: nymphios Transliteration C: nymfios Beta Code: numfi/os

English (LSJ)

ὁ,
A bridegroom, παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων νυμφίου Il.23.223; τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ'… νυμφίον ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Od.7.65; ἁρμόζων κόρᾳ ν. ἄνδρα Pi.P.9.118, etc.; ζῆτε νυμφίων βίον Ar.Av.161; opp. νύμφη, Pl.Lg.783e: in plural, τοῖς νεωστὶ νυμφίοις = to the bridal pair, E.Med.366, cf. A.Th.757 (lyr.); νυμφίοισι παρθένοις occurs in Ps.-E.IA741.
2 son-in-law, LXXJd. 15.6.
II as adjective νύμφιος, νύμφια, νύμφιον, bridal, τράπεζα νυμφία Pi.P.3.16; λέκτρα Epigr.Gr.373 (Aezani).

German (Pape)

ὁ, der Bräutigam (ὁ ἔχων νύμφην νυμφίος ἐστί, Ioh. 3.29), auch der junge Ehemann; Il. 23.223, Od. 7.65; ἀνήρ, Pind. P. 9.122; Aesch. Spt. 739; Soph. Ant. 757; O.R. 1388, der Ehemann; ᾅδην νυμφίον κεκτημένη, Eur. Or. 1109; τῷ νεωστὶ νυμφίῳ, Med. 514; Ar. öfter, ζῆν νυμφίων βίον, Av. 161; Plat. Rep. V.461d. S. νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

νυμφίος: II
1 жених Aesch., Xen., NT, Plut.;
2 новобрачный, молодой супруг Hom., Soph., Arph.

Russian (Dvoretsky)

νυμφίος: новобрачный, вступивший в брак (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφίος: ὁ, γαμβρός, ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νεόγαμος ἀνήρ, ὡς δὲ πατὴρ οὗ παιδὸς ὀδύρεται ὀστέα καίων, νυμφίου Ἰλ. Ψ 222· τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων νυμφίον, ἐν μεγάρῳ μίαν οἴην παῖδα λιπόντα Ὀδ. Η. 65· ἁρμόζων κάρᾳ ν. ἄνδρα Πινδ. Π. 9. 208· οὕτω παρ’ Ἀττ., ζῆν νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· ἀντίθετον τῷ νύμφῃ, Πλάτ. Νόμ. 783Ε· ἐν τῷ πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, τοῖς νεονύμφοις, Εὐρ. Μήδ. 366, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 757: - ἐν Εὐρ. ἐν Ι. Α. 741, ἔνθα ἀπαντᾷ, νυμφίοισι παρθένοις, πιθανῶς εἶναι στίχος νόθος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., νύμφιος, -α, -ον, νυμφικός, νυμφία τράπεζα Πινδ. Π. 3. 29· λέκτρα Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 373.

English (Slater)

νυμφίος bridegroom οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (P. 9.118)

English (Strong)

from νύμφη; a bride-groom (literally or figuratively): bridegroom.

English (Thayer)

νυμφίου, ὁ (νύμφη), a bridegroom: Homer down; Sept for חָתָן.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος)
1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.)
2. στον πληθ. οι νυμφίοι
οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῖς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.)
3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του ένωση με την Εκκλησία («ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)
μσν.
1. μνηστήρας
2. εραστής
αρχ.
ο σύζυγος της κόρης κάποιου, ο γαμπρός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ίος (πρβλ. γόμφος: γομφίος). Είναι χαρακτηριστικό ότι το όν. που δηλώνει τον γαμπρό, άτομο αρσενικού γένους, παράγεται εδώ από όν. θηλυκού γένους (πρβλ. μητριάμητριός, πεθερά -πεθερός)].

Greek Monotonic

νυμφίος: ὁ (νύμφη
I. γαμπρός, αυτός που έχει παντρευτεί, νιόπαντρος άνδρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, στο νυφικό ζευγάρι, στους νεονύμφους, σε Ευρ.
II. ως επίθ., νύμφιος, , -ον, νυφικός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

νυμφίος, ὁ, νύμφη
a bridegroom, one lately married, Hom., etc.; in plural, τοῖς νεωστὶ νυμφίοις to the bridal pair, Eur.
2
bridal, Pind.

Chinese

原文音譯:numf⋯oj 寧非哦士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:新娘(新郎) 相當於: (חָתָן‎)
字義溯源:新郎;源自(νύμφη)=新娘);而 (νύμφη)出自(νύξ)X*=面紗)。參讀 (νύμφη)同源字
出現次數:總共(16);太(6);可(3);路(2);約(4);啓(1)
譯字彙編
1) 新郎(16) 太9:15; 太9:15; 太25:1; 太25:5; 太25:6; 太25:10; 可2:19; 可2:19; 可2:20; 路5:34; 路5:35; 約2:9; 約3:29; 約3:29; 約3:29; 啓18:23