συνεξορμάω

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξορμάω Medium diacritics: συνεξορμάω Low diacritics: συνεξορμάω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΜΑΩ
Transliteration A: synexormáō Transliteration B: synexormaō Transliteration C: syneksormao Beta Code: sunecorma/w

English (LSJ)

A help to urge on, Isoc.10.52; τὰ ζῷα πρὸς τοὺς συνδυασμούς Plu.2.685e; ὁ ἥλιος σ. τὰ πνεύματα assists in raising them, Arist.Mete.361b14. II intr., rush forth or sally out together, X.Cyr.1.4.20 (v.l. ἐξορμᾷ), 7.1.29, Hell.Oxy.15.3, Plb.10.37.6; ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ shoots up along with the corn, X.Oec.17.12,14:—Pass., D.C.41.9. 2 set out together, ἅμα ἡμῖν Arch.Pap.2.515.8 (i B.C.), cf. PTeb.18.8 (ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. pousser ou exciter en même temps;
2 intr. s'élancer ou partir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξορμάω met acc. samen aansporen, mede aansporen. intrans. tegelijk naar voren stormen.

Russian (Dvoretsky)

συνεξορμάω:
1 одновременно возбуждать (πάθος τι Plut.);
2 побуждать (τινα πρός τι Plut.);
3 поднимать (τὰ πνεύματα Arst.);
4 одновременно устремляться, бросаться вперед Xen.;
5 вместе подниматься вверх, вместе стремительно расти (ὕλη συνεξορμῶσα τῷ σίτῳ Xen.).

Greek Monotonic

συνεξορμάω: μέλ. -ήσω,
I. προτρέπω, εξεγείρω, παρορμώ, παρακινώ από κοινού, σε Ισοκρ.
II. αμτβ., εξορμώ, επιπίπτω ή κάνω επιδρομή, εκστρατεύω, από κοινού, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορμάω: συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, ὅμως αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα πρός τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ ἥλιος καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, ἐξέρχομαι, ποιῶ ἔξοδον ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται ὁμοῦ μετὰ τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to help to urge on, Isocr.
II. intr. to rush forth or sally out together, Xen.

German (Pape)

mit, zugleich antreiben; καὶ ἐγκελεύεσθαι, Plut. Cat. mai. 5; πρὸς τὰ καλά, de frat.am. g.E.; gen. Socr. 23. – Gew. intr., sc. ἑαυτόν, mit losbrechen und losziehen zum Angriff; Xen. Cyr. 1.4.20 und öfter; Ath. VI.262d; τινί, Pol. 1.47.7 und öfter, und andere Spätere