δέον

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέον Medium diacritics: δέον Low diacritics: δέον Capitals: ΔΕΟΝ
Transliteration A: déon Transliteration B: deon Transliteration C: deon Beta Code: de/on

English (LSJ)

(written A δείον PSI4.361.4 (iii B. C.), etc.), οντος, τό, neut. Subst., prop. part. of impers. δεῖ (q.v.):—that which is binding, needful, right, μᾶλλον τοῦ δ. X.Mem.4.3.8; τὰ δ. Th.1.22, etc.; οὐδὲν τῶν δ. πράττοντες Isoc.3.25; πρὸ τοῦ δ. before it be needful, S.Ph.891; ἐν δέοντι (sc. καιρῷ) in good time, E.Med.1277, Plu.Cim.17; ἐν τῷ δ. Hdt.2.159; ἐς δέον ἐγεγόνεε Id.1.119, cf. 186; ἐς δ. πάρεστι S.OT 1416, cf. Ant.386; εἰς δ. λέγειν D.4.14; εἰς τὸ δ. for needful purposes, or in case of need, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Hdt.2.173: hence of secret service, εἰς τὸ δ. ἀπώλεσα Ar.Nu.859 (parody of Pericles' εἰς τὸ δ. ἀνήλωσα Sch. ad loc.); εἰς οὐδὲν δ. ἀναλίσκειν D.3.28: so in plural, εἰς δέοντα ἀναλωθῆναι Andronic.Rhod.p.577 M.

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.

German (Pape)

[Seite 547] οντος, τό (neutr. partic praes. von δεῖ), das Nöthige, Pflicht, Schuldigkeit, τὰ δέοντα εἰπεῖν Thuc. 1, 22 u. öfter; Plat. Phaedr. 234 b; ἀπῆλθον πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος Theaet. 150 e; θᾶττον τοῦ δ. Conv. 195 b u. öfter; ἐν δέοντι u. ἐν τῷ δέοντι, sc. καιρῷ, zur rechten Zeit, Ar. Pax 272; Eur. Mad. 1277; Her. 2, 159; Thuc. 2, 89; ποιεῖν Isocr. 3, 19 u. Sp.; εἰς δέον, z. B. παρεῖναι Soph. O. R. 1416; Eur. Alc. 1101; Her. 1, 119; καὶ καλῶς Plat. Rep. X, 596 e; εἰς τὸ δέον παραγίνεσθαι Her. 1, 32; χρῆσθαι 2, 173; vgl. Ar. Nubb. 859; εἰς οὐδὲν δέον ἀναλίσκειν, unnöthiger Weise, Dem. 3, 28. – Absolut δέον, da es nöthig ist od. war, Plat. Prot. 355 d u. sonst oft bei Att.; οὐδὲν δέον, was nicht hätte geschehen sollen, Her. 3, 65 u. sonst. – Pol. 1, 30, 7 u. Sp. sagen δέον ἐστίν = δεῖ

French (Bailly abrégé)

1οντος (τό) :
propr. ce qu’il faut, ce qui convient, d'où :
1 besoin, nécessité : τὰ δέοντα εἰπεῖν ou πράττειν, dire ou faire ce qu’il faut ; πρὸ τοῦ δέοντος SOPH avant qu’il ne soit nécessaire ; μᾶλλον τοῦ δέοντος XÉN plus qu’il ne faut ; ἐς τὸ δέον HDT en vue des besoins;
2 ce qui convient, ce qui est opportun : ἐν δέοντι (καιρῷ) EUR, ἐν τῷ δέοντι HDT en temps opportun, à propos ; ἐς δέον παρεῖναι SOPH ou ἐς τὸ δέον παραγίνεσθαι HDT se présenter ou survenir à point.
Étymologie: part. prés. neutre de δέω².
23ᵉ pl. impf. poét. de δέω¹;
part. prés. neutre de δέω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέον -οντος, τό subst. ptc. praes. act. van 2. δέω.

Russian (Dvoretsky)

δέον:
I эп. (= ἔδεον) impf. к δέω I.
II part. n к δέω II.
οντος τό δέω II] тж. pl. нужное, должное, надлежащее, необходимое: ἐς τὸ δ. Her. в случае надобности, но тж. ἐς (τὸ) δ. Soph., Her., εἰς δ. Dem. кстати, во-время; ἐν (τῷ) δέοντι (sc. καιρῷ) Her., Eur., Thuc., Arph. своевременно; πρὸ τοῦ δέοντος Soph. преждевременно; οὐδεν δ. Her., εἰς οὐδὲν δ. Dem. без всякой надобности, ни к чему, зря; παρὰ τὸ δ. Arst. вопреки или без необходимости; θᾶττον τοῦ δέοντος Plat. скорее, чем нужно.

Greek Monolingual

το (AM δέον)
το δέον, τα δέοντα
το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει («υπέρ το δέον», «πέραν του δέοντος» — υπερβολικά)
νεοελλ.
στον πληθ. τα δέοντα
τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη μητέρα σου»)
αρχ.
φρ. α) «ἐν δέοντι» — στον κατάλληλο καιρό
β) «μᾶλλον τοῦ δέοντος» — περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται
γ) «εἰς τὸ δέον» — για αναγκαίους σκοπούς ή σε περίπτωση ανάγκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ου δεύτερου γένους του απρόσωπου δει].

Greek Monotonic

δέον: -οντος, τό, μτχ. ουδ. του απροσ. δεῖ, χρησιμ. ως ουσ.· οτιδήποτε δεσμευτικό, απαραίτητο, αναγκαίο, σωστό, σε Σοφ., Ξεν.· τὰ δέοντα, αυτά που είναι πρέποντα ή αναγκαία, χρειαζούμενα, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν δέοντι (ενν. καιρῷ), στον σωστό χρόνο, Λατ. opportune, σε Ευρ.· ἐν τῷ δέοντι, σε Ηρόδ.· εἰς τὸ δέον, για έναν αναγκαίο σκοπό, επιδίωξη, σε περίπτωση ανάγκης, στον ίδ.· από όπου (στην Αθήνα), έκφραση για τα μυστικά κονδύλια· εἰςτὸ δέον ἀπώλεσα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δέον: -οντος, τό, οὐδέτ. οὐσιαστ., κυρίως μετοχ. τοῦ ἀπροσ. δεῖ: - ὅ,τι εἶναι ὑποχρεωτικόν, ἀναγκαῖον, ὀρθόν, πρέπον, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· τὰ δέοντα, πράγματα ἀναγκαῖα ἢ πρέποντα, τὰ καθήκοντα, Θουκ. 1. 22, κτλ· οὐδὲν τῶν δεόντων πράττειν Ἰσοκρ. 32Α· πρὸ τοῦ δέοντος, πρὶν γείνῃ ἀνάγκη, Σοφ. Φ. 891· μᾶλλον τοῦ δ., πλειότερον τοῦ ἀναγκαίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ.· ἐν δέοντι (ἐνν. καιρῷ), εἰς καλὸν καιρόν, Λατ. opportune, Εὐρ. Μηδ. 1277· ἐν τῷ δέοντι Ἡρόδ. 2. 159· οὕτω καὶ ἐς δέον γέγονε Ἡροδ. 1. 119, 186· ἐς δ. πάρεστι Σοφ. Ο. Τ. 1416, πρβλ. Ἀντ. 386· εἰς δέον λέγειν Δημ. 44. 7· ἀλλά, εἰς τὸ δέον, δι᾿ ἀναγκαίους σκοπούς, ἢ ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ἐς τὸ δ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 2. 173· ἐντεῦθεν (ἐν Ἀθήναις) ἡ φράσις εἰς τὸ δέον ἐδήλου ἀπορρήτους τῆς πόλεως δαπάνας (μυστικὸν κονδύλιον)· εἰς τὸ δέον ἀπώλεσα Ἀριστοφ. Νεφ. 859, ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ. εἰς οὐδὲν δέον ἀναλίσκειν Δημ. 36. 10, κτλ.

Middle Liddell

[neut. part. of the impers. δεῖ, made into a Noun]
that which is binding, needful, right, proper, Soph., Xen.; τὰ δέοντα things needful or proper, advantages or duties, Thuc., etc.; ἐν δέοντι (sc. καιρῶι), in good time, Lat. opportune, Eur.; ἐν τῶι δέοντι Hdt.; εἰς τὸ δέον for a needful purpose, Hdt.; hence (at Athens) the phrase for secret service, εἰς τὸ δέον ἀπώλεσα Ar.