παρακαθίημι

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίημι Medium diacritics: παρακαθίημι Low diacritics: παρακαθίημι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: parakathíēmi Transliteration B: parakathiēmi Transliteration C: parakathiimi Beta Code: parakaqi/hmi

English (LSJ)

A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers... Arist.HA622b14; let drop or sink by the side, τὰς χεῖρας Plu.Nic.9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., send out side-roots, Thphr. HP 8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.Hel.1536.
2 intr. (sc. ἑαυτόν), sink down, π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4.

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καθίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαθῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαθιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber, acc..
Étymologie: παρά, καθίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίημι laten zakken (naast).

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίημι: тж. med.
1 спускать (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);
2 ронять (τὸν δακτύλιον Plut.);
3 (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. κατεβάζω ή αφήνω κάτι να κρέμεται ή να πέσει κάτω και κοντά μου
2. καταπίπτω, πέφτω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίημι «αφήνω, ρίχνω, καταβιβάζω»].

Greek Monotonic

παρακαθίημι: μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίημι: μέλλ.· -καθήσω, καταβιβάζω προσέτι ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: οὕτως ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - καταβιβάζω πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κάτω πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν ἡσυχῇ παρακαθῆσε (τὸν δακτύλιον) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), καταπίπτω, παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.

Middle Liddell

fut. -καθήσω
to let down beside: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the rudder to be let down beside the rudder-bars, Eur.